Усуньте грецькою

Переклад: усуньте, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εκθρονίζω, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει
Усуньте грецькою
Споріднені слова
Інші мови

Споріднені слова: усуньте

усуньте мовний словник грецька, усуньте грецькою

Переклади

  • усунення грецькою - ελάττωση, μείωση, μετακίνηση, απομάκρυνση, αφαίρεση, απομάκρυνσης, αφαίρεσης
  • усунути грецькою - εξαλείφω, αποκλείω, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει
  • усуспільнювати грецькою - κοινωνικοποιηθούν, κοινωνικοποιούνται, κοινωνικοποιήσουν, κοινωνικοποιήσει, να κοινωνικοποιηθούν
  • усушка грецькою - συρρίκνωση, συρρίκνωσης, συστολή, συρρικνώσεως, η συρρίκνωση
Випадкові слова
Усуньте грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εκθρονίζω, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει