Успадковувати грецькою
Переклад: успадковувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
επιτυγχάνω, πετυχαίνω, κληρονομούν, κληρονομήσουν, κληρονομήσει, να κληρονομήσει, κληρονομεί
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: успадковувати
успадковувати мовний словник грецька, успадковувати грецькою
Переклади
- усний грецькою - του στόματος, από το στόμα, στόματος, προφορική, στοματική
- усно грецькою - προφορικά, του στόματος, στόμα, το στόμα, από του στόματος
- успадкування грецькою - διαδοχή, σειρά, κληρονομία, κληρονομιά, κληρονομιάς, κληρονομίας, κληρονομικότητα
- успадкувати грецькою - κληρονομούν, κληρονομήσουν, κληρονομήσει, να κληρονομήσει, κληρονομεί
Випадкові слова
Успадковувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: επιτυγχάνω, πετυχαίνω, κληρονομούν, κληρονομήσουν, κληρονομήσει, να κληρονομήσει, κληρονομεί
Переклади: επιτυγχάνω, πετυχαίνω, κληρονομούν, κληρονομήσουν, κληρονομήσει, να κληρονομήσει, κληρονομεί