Del på grekiska
Översättning: del, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
εξάρτημα, μερίδα, κλήρος, χωρίζω, μοιράζω, μοιράζομαι, μερίδιο, συστατικός, μετοχή, μεριδίου, μετοχικού, το μερίδιο
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: del
copa del rey, costa del sol, ctrl alt del, del antonymer, del av hamburg, del språkordbok grekiska, del på grekiska
Översättningar
- dekorera på grekiska - διακοσμώ, διακοσμούν, διακοσμήσετε, διακοσμήσει, κοσμούν, στολίζουν
- dekret på grekiska - εντολή, θέσπισμα, παραγγελία, προσταγή, παραγγέλλω, θεσπίζω, διάταγμα, ...
- dela på grekiska - μοιράζω, χωρίζω, μοίρα, διχάζω, διχοτομία, διαιρώ, μετοχή, ...
- delbar på grekiska - διαιρετός, διαιρείται, διαιρετό, διαιρετή, διαιρετά
Slumpa ord
Del på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: εξάρτημα, μερίδα, κλήρος, χωρίζω, μοιράζω, μοιράζομαι, μερίδιο, συστατικός, μετοχή, μεριδίου, μετοχικού, το μερίδιο
Översättningar: εξάρτημα, μερίδα, κλήρος, χωρίζω, μοιράζω, μοιράζομαι, μερίδιο, συστατικός, μετοχή, μεριδίου, μετοχικού, το μερίδιο