Упрочивать на греческом языке
Перевод: упрочивать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
σταθεροποιώ, διαπιστώνω, καθιερώνω, ιδρύω, εδραιώνω, εμπεδώνω, επιβάλλω, ενισχύσει, ενισχύσουν, να ενισχύσει, ενισχύουν, την ενίσχυση
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: упрочивать
упрочивать словарь иностранных слов греческий, упрочивать на греческом языке
Переводы
- упростить на греческом языке - απλοποιώ, απλοποίηση, απλοποιήσει, την απλοποίηση, απλοποιηθεί, την απλούστευση
- упрочение на греческом языке - εδραίωση, ενοποίηση, ενοποίησης, εξυγίανσης, εξυγίανση
- упрочиваться на греческом языке - διανύω, βρίσκομαι, είμαι, Ενίσχυση, Βελτιώστε, Βελτίωση, Ενισχύστε, ...
- упрочившийся на греческом языке - uprochivshiysya
Случайные слова
Упрочивать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: σταθεροποιώ, διαπιστώνω, καθιερώνω, ιδρύω, εδραιώνω, εμπεδώνω, επιβάλλω, ενισχύσει, ενισχύσουν, να ενισχύσει, ενισχύουν, την ενίσχυση
Переводы: σταθεροποιώ, διαπιστώνω, καθιερώνω, ιδρύω, εδραιώνω, εμπεδώνω, επιβάλλω, ενισχύσει, ενισχύσουν, να ενισχύσει, ενισχύουν, την ενίσχυση