Постоянно на греческом языке
Перевод: постоянно, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
πάντα, ποτέ, ωριαίος, ναι, συνεχώς, πράγματι, μόνιμα, πραγματικά, πάντοτε, διαρκώς, σταθερά, συνεχή, συνέχεια
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: постоянно
постоянно хочу есть, постоянно тошнит, постоянно болит горло, постоянно заложен нос, постоянно хочется пить, постоянно словарь иностранных слов греческий, постоянно на греческом языке
Переводы
- постоялец на греческом языке - φιλοξενούμενος, καλεσμένος, τρόφιμος, επισκέπτης, προσκεκλημένος, επισκεπτών
- постоянная на греческом языке - συνεχής, αδιάκοπος, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά
- постоянный на греческом языке - σκληρός, τοποθετώ, χρόνιος, συνεχής, μόνιμος, στάβλος, επίμονος, ...
- постоянство на греческом языке - εμμονή, επιμονή, τακτικότητα, σταθερότητα, σταθερότητας, της σταθερότητας, η σταθερότητα
Случайные слова
Постоянно на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: πάντα, ποτέ, ωριαίος, ναι, συνεχώς, πράγματι, μόνιμα, πραγματικά, πάντοτε, διαρκώς, σταθερά, συνεχή, συνέχεια
Переводы: πάντα, ποτέ, ωριαίος, ναι, συνεχώς, πράγματι, μόνιμα, πραγματικά, πάντοτε, διαρκώς, σταθερά, συνεχή, συνέχεια