Подразумевать на греческом языке
Перевод: подразумевать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
συμπεραίνω, υποθέτω, οικείος, υπονοώ, σημαίνω, εισάγω, μπλέκω, υποτίθεται, καταλαβαίνω, ενδόμυχος, εμπλέκομαι, παραδόπιστος, σκοπεύω, περιλαμβάνω, εμπλέκω, κατανοώ, συνεπάγονται, συνεπάγεται, υποδηλώνουν, σημαίνει, υπονοεί
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: подразумевать
подразумевать алюминиевый, подразумевать под собой синоним, подразумевать українською, подразумевать перевод на украинский, подразумевать перевод, подразумевать словарь иностранных слов греческий, подразумевать на греческом языке
Переводы
- подразумеваемое на греческом языке - επαγωγή, υπαινιγμός, επιπτώσεις, επίπτωση, σιωπηρώς, εμμέσως
- подразумеваемый на греческом языке - εποικοδομητικός, σιωπηρή, σιωπηρής, σιωπηρών, τεκμαρτή, σιωπηρές
- подразумеваться на греческом языке - εννοώ, μέσο, μέσος, σημαίνει, νοείται
- подрамник на греческом языке - φορείο, φορείου, το φορείο, εκτάσεως, φορεία
Случайные слова
Подразумевать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: συμπεραίνω, υποθέτω, οικείος, υπονοώ, σημαίνω, εισάγω, μπλέκω, υποτίθεται, καταλαβαίνω, ενδόμυχος, εμπλέκομαι, παραδόπιστος, σκοπεύω, περιλαμβάνω, εμπλέκω, κατανοώ, συνεπάγονται, συνεπάγεται, υποδηλώνουν, σημαίνει, υπονοεί
Переводы: συμπεραίνω, υποθέτω, οικείος, υπονοώ, σημαίνω, εισάγω, μπλέκω, υποτίθεται, καταλαβαίνω, ενδόμυχος, εμπλέκομαι, παραδόπιστος, σκοπεύω, περιλαμβάνω, εμπλέκω, κατανοώ, συνεπάγονται, συνεπάγεται, υποδηλώνουν, σημαίνει, υπονοεί