Дельный на греческом языке
Перевод: дельный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
πειθήνιος, αποδοτικός, απασχολημένος, αποτελεσματικός, πρακτικός, επιτήδειος, ικανός, επιδέξιος, έξυπνος, που αξίζει τον κόπο, αξίζει τον κόπο, αξίζει, αξιόλογη, κόπο
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: дельный
дельный вещи, дельный человек это, отдельный синоним, дельный синонимы, удельный значение, дельный словарь иностранных слов греческий, дельный на греческом языке
Переводы
- делопроизводство на греческом языке - λογιστική, γραφική εργασία, εργασία γραφείου, υπαλληλική εργασία, ετοιμασία και διεκπεραίωση, γραφειακή εργασία
- дельно на греческом языке - χωριστά, ξεχωριστά, χωριστή, μεμονωμένα
- дельта на греческом языке - δέλτα, Delta, δέλτα του, της Delta, η Delta
- дельтаплан на греческом языке - Αιωρόπτερα
Случайные слова
Дельный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: πειθήνιος, αποδοτικός, απασχολημένος, αποτελεσματικός, πρακτικός, επιτήδειος, ικανός, επιδέξιος, έξυπνος, που αξίζει τον κόπο, αξίζει τον κόπο, αξίζει, αξιόλογη, κόπο
Переводы: πειθήνιος, αποδοτικός, απασχολημένος, αποτελεσματικός, πρακτικός, επιτήδειος, ικανός, επιδέξιος, έξυπνος, που αξίζει τον κόπο, αξίζει τον κόπο, αξίζει, αξιόλογη, κόπο