Гладить на греческом языке
Перевод: гладить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
θωπεύω, σιδερώνω, λείος, φοίνικας, σιδερένιος, πιέζω, πρεσάρω, σίδερο, σίδηρος, σιδήρου, σίδηρο, του σιδήρου
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: гладить
гладить рубашку, гладить во сне, гладить кота, гладить или утюжить, гладить брюки, гладить словарь иностранных слов греческий, гладить на греческом языке
Переводы
- гладилка на греческом языке - ροκάνι, πλάνη, στάθμη, επίπεδο, σιδερώστρα, επιφάνεια σιδερώματος, σιδερώματος
- гладиолус на греческом языке - γλαδιόλα, γλαδιόλες, Gladiolus, γλαδιόλας, το Gladiolus
- гладкий на греческом языке - καλοφτιαγμένος, άπταιστος, ατάραχος, χόνδρος, ίσος, σκέτος, κάμπος, ...
- гладко на греческом языке - ομαλά, λεία, άπταιστα, ομαλή, απρόσκοπτα, την ομαλή, απαλά
Случайные слова
Гладить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: θωπεύω, σιδερώνω, λείος, φοίνικας, σιδερένιος, πιέζω, πρεσάρω, σίδερο, σίδηρος, σιδήρου, σίδηρο, του σιδήρου
Переводы: θωπεύω, σιδερώνω, λείος, φοίνικας, σιδερένιος, πιέζω, πρεσάρω, σίδερο, σίδηρος, σιδήρου, σίδηρο, του σιδήρου