Eiga á grísku
Þýðing: eiga, Orðabók: íslenska » gríska
Upprunalega tungumál:
íslenska
Markmiðs Tungumál:
gríska
Þýðingar:
κατέχω, έχω, της], έχε, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Önnur tungumál
Skyld orð: eiga
eiga doraemon, eiga keion, eiga doraemon shin nobita no daimakyo peko to 5-nin no tankentai, eiga monogatari, eiga heimangengt, eiga tungumála orðabók gríska, eiga á grísku
Þýðingar
- eftirvænting á grísku - προσδοκία, ελπίδα, ελπίζω, ευελπιστώ, εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνης, προσδοκίες, ...
- egg á grísku - κορυφογραμμή, αυγό, αυγών, αυγού, των αυγών, ωάριο
- eigandi á grísku - κτήτορας, ιδιοκτήτης, κάτοχος, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο
- eigi á grísku - δεν, όχι, μην, μη, που δεν
Orð af handahófi
Eiga á grísku - Orðabók: íslenska » gríska
Þýðingar: κατέχω, έχω, της], έχε, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Þýðingar: κατέχω, έχω, της], έχε, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική