Word: infectively

Translations: infectively

Dictionary:
german
Translations:
ansteckend, infektiöse
Dictionary:
danish
Translations:
infektivitet
Dictionary:
greek
Translations:
μολυσματικότητας, μολυσματικά, μολυσματικότητας της, παράγοντες μολυσματικότητας, παράγοντες μολυσματικότητας της
Random words