Λέξη: σε
Σχετικές λέξεις: σε
σε ποιον ανηκει ο αριθμος, σε πεθυμησα, σε θελω, σε ειδα, σε ποια δου ανηκω, σε λεω, σε πρωτο πλανο, σε αγαπω, σε εναν αγγελο μιλω, σε εναν αγγελο μιλω στιχοι, μεταφραση, ελληνικα σε αγγλικα, εργασια, ικα, οαεδ, σε θελω εδω, δεη, λιρες σε ευρω
Συνώνυμα: σε
εν, εις, εντός, μέσα
Μεταφράσεις: σε
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
upon, in, to, on, at, into
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dentro, para, con, por, de, en, sobre, adentro, ante, a, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verhandeln, zu, an, zoll, entlastung, über, ungünstig, zum, um, diskussion, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
a, de, indium, sur, dans, pour, allume, après, au, intérieurement, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
interno, a, dentro, in, su, per, verso, da, di, nel, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
título, até, na, em, sobre, ao, pelos, com, para, no, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
in, om, met, jegens, nabij, tot, tegen, op, dichtbij, binnen, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
о, по, ввиду, об, возле, для, конфиденциально, вследствие, снаружи, внутри, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
til, på, for, ved, om, inn, oppå, å, hos, i, ...
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
på, ovanpå, åt, inne, i, vid, hos, för, att, till, ...
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
päin, luona, sisällä, päälle, varten, luokse, tykö, indium, kanssa, pakeille, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
til, om, ved, at, i, ad, hos, på, med
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uvnitř, kolem, ke, k, po, proti, dovnitř, aby, od, podle, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
do, wedle, według, we, wśród, ku, po, w, przede, na, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
be, valamin, módon, kinyitva, folyamán, benn, bent, iránta, feléje, miközben, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
için, -de, içine, içinde, yılında, olarak, de, da
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
луки-на, ввімкнено, увімкнути, матч-в, для, після, по, про, з, середнє-з, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
indiana, drejt, te/k, përmbri, mbi, në, brenda, përmbi, për, ne, ...
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инч, индианка, на, в, у, милиметър, по, през, във
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
супраць, ва, унутра, для, у, на, ў
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ajal, n, peale, sisse, aastal, on, in, asukohaga
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ka, o, uključeno, među, do, prilikom, iz, štrajkati, zapisati, prekoračiti, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
að, til, hjá, við, í, á, árið, inn
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
apud, in, tenus, ad, gratia
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
į, indis, colis, astatas, iš, visų, ir, in
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
colla, uz, jo, ar, in, kas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
индиум, индијана, во, на, со, за, од
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
indiana, n, la, asupra, pe, indiu, în, in, din
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
u, k, ve, do, pri, v, nad, na, ob, po, ...
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pri, dnu, v, aby, ku, do, po, na, k, nad, ...
Στατιστικά δημοτικότητας: σε
Τυχαίες λέξεις