Λέξη: μετουσιώνω
Σχετικές λέξεις: μετουσιώνω
μετουσιώνω συνώνυμο, μετουσιώνω english, μετουσιώνω σημασια, μετουσιώνω στα αγγλικα, μετουσιώνω συνώνυμα, μετουσιώνω ετυμολογια, μετουσιώνω βικιλεξικο, μετουσιώνω ορισμός, μετουσιώνω λεξικο, μετουσιώνω σημαίνει
Μεταφράσεις: μετουσιώνω
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
transform, denatured, transforms, denatures, transmutes, denature
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
transformar, alterar, desnaturalizado, desnaturalizada, desnaturalizados, desnaturaliza, desnaturalizadas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verwandeln, umwandeln, denaturierte, denaturiert, denaturierten, vergällt, denaturiertes
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
transformer, changer, transfigurer, modifier, varier, transformez, renouveler, métamorphoser, convertir, transforment, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
commutare, cambiare, convertire, trasformare, denaturato, denaturati, denaturata, denaturazione
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mudar, transformar, transforme, transferência, volver, alhear, trespassar, desnaturado, desnaturados, desnaturada, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
transformeren, omvormen, veranderen, vervormen, gedenatureerd, gedenatureerde, dat gedenatureerd
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
преобразить, претворять, претворить, преобразовать, преображать, делать, превратить, изменять, превращать, трансформировать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
omforme, forvandle, omdanne, denaturert, denaturerte, denatureres, denatured, utarmet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
denaturerad, denaturerat, denaturerade, denatureras, denature
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muunnella, muokata, muuttaa, muuntaa, denaturoitu, denaturoitua, denaturoidun, denaturoidulle, denaturoituun
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
denatureret, denaturerede, denatureres, der denatureres, er denatureret
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přetvořit, proměňovat, proměnit, změnit, přeměnit, transformovat, denaturovaný, denaturované, denaturovaného, denaturován, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
transformować, przemieniać, przetwarzać, przetransformować, przeobrazić, odmienić, przekształcać, przeistaczać, przemienić, odmieniać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
denaturált, denaturálva, a denaturált, denaturáljuk, denaturáltuk
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dönüştürmek, denatüre, denatüre edilmiş, denature, denature edilmiş
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перетворіться, перетворити, трансформувати, денатурований, неденатурований
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i çnatyruar, denatyruara, çnatyruar, të denatyruara, te denatyruara
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
превращение, денатуриран, денатурирани, денатурирана, денатурирано, денатурираната
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дэнатураваны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
muundama, transformeerima, denatureeritud, denatureerimata, on denatureeritud, denatureeritakse, denatureerimise
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pretvaranje, preinačiti, preobrazimo, preobraziti, denaturirani, denaturiran, denaturiranog, denaturirana, denaturirano
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mengað, eðlisbreytt, eðlissviptu, eðlissvipt, vökvar
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
denatūruotas, denatūruoti, denatūruotą, denatūruotų, denatūruoto
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
denaturētais, denaturēti, denaturēts, denaturēto, denaturētā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
денатурирани, денатуриран, денатурирано
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
transforma, denaturat, denaturate, denaturată, nedenaturat
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
denaturirani, denaturiran, denaturirana, denaturiranega, denaturirano
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
denaturovaný, lieh, denaturovať, denaturované
Τυχαίες λέξεις