Σταματώ στα φινλανδικά
Μετάφραση: σταματώ, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
heretä, pysäkki, pysähtymistila, pysähtyä, välitunti, ravintolalasku, pysähdys, rakoilla, seisahtua, rampa, pidäke, tauko, lopettaa, pysäyttää, stop, estää
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σταματώ
σταματώ κλίση, σταματώ conjugation, δεν σταματώ, δε σταματώ, σταματάω το κάπνισμα, σταματώ λεξικό γλώσσας φινλανδικά, σταματώ στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- σταθμός στα φινλανδικά - rautatieasema, posti, steissi, paikka, asema, pysäkki, sijoittaa, ...
- σταλάζω στα φινλανδικά - norua, herua, noro, kihota, pursuta, pisaroida, valua, ...
- στασιασμός στα φινλανδικά - kapinahenki, kansankiihotus, kapinasta, kansankiihotusta, kansankiihotuksesta, kapinan
- στασιαστικός στα φινλανδικά - kapinallinen, kapinallisia, kapinallisen, uppiniskainen, kapinalliset
Τυχαίες λέξεις
Σταματώ στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: heretä, pysäkki, pysähtymistila, pysähtyä, välitunti, ravintolalasku, pysähdys, rakoilla, seisahtua, rampa, pidäke, tauko, lopettaa, pysäyttää, stop, estää
Μεταφράσεις: heretä, pysäkki, pysähtymistila, pysähtyä, välitunti, ravintolalasku, pysähdys, rakoilla, seisahtua, rampa, pidäke, tauko, lopettaa, pysäyttää, stop, estää