Ανακατεμένος στα ρωσικά

Μετάφραση: ανακατεμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разношерстный, разноцветный, пестрый, неразборчивый, беспорядочную половую, беспорядочную половую жизнь, разнородный, беспорядочную
Ανακατεμένος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακατεμένος

ανακατεμένοσ συνώνυμα, ανακατεμένος λεξικό γλώσσας ρωσικά, ανακατεμένος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ανακαλύπτω στα ρωσικά - проследить, раскрывать, найти, черта, выявить, вычерчивать, привкус, ...
  • ανακαλώ στα ρωσικά - расторгать, уничтожать, уничтожить, отмена, вычеркнуть, аннулирование, вымарать, ...
  • ανακατεύω στα ρωσικά - перемешивание, смешивать, движение, возбуждать, промешать, неразбериха, неустройство, ...
  • ανακατώνω στα ρωσικά - наболтать, соединяться, смешивание, мешать, вмешать, перемешивать, беспорядок, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανακατεμένος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: разношерстный, разноцветный, пестрый, неразборчивый, беспорядочную половую, беспорядочную половую жизнь, разнородный, беспорядочную