Δασοφύλακας στα ολλανδικά
Μετάφραση: δασοφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ranger, boswachter, boswachter van, de Boswachter, Woudloper
![Δασοφύλακας στα ολλανδικά Δασοφύλακας στα ολλανδικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-gr-nl-2230.png)
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δασοφύλακας
επάγγελμα δασοφύλακασ, δασοφύλακας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δασοφύλακας στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δασοκομία στα ολλανδικά - bosbouw, de bosbouw, bosbouwtrekkers, bosbouwtrekkers op, bosbouwmachines
- δασολογία στα ολλανδικά - bosbouw, de bosbouw, bosbouwtrekkers, bosbouwtrekkers op, bosbouwmachines
- δασύς στα ολλανδικά - bot, toonloos, dicht, gesmoord, dof, stomp, dik, ...
- δασώδης στα ολλανδικά - bebost, bosrijk, beboste, bosrijke, bos
Τυχαίες λέξεις
Δασοφύλακας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ranger, boswachter, boswachter van, de Boswachter, Woudloper
Μεταφράσεις: ranger, boswachter, boswachter van, de Boswachter, Woudloper