Λέξη: αγχιστεία
Σχετικές λέξεις: αγχιστεία
αγχιστεία ετυμολογία, καταχρηστική αγχιστεία
Μεταφράσεις: αγχιστεία
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
affinity
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afinidad, de afinidad, afinidad de, la afinidad, por afinidad
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
affinität, neigung, verwandtschaft, geistesverwandtschaft, Verwandtschaft, Affinität, Affinitäts
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affinité, voisinage, apparentage, d'affinité, affinité de, une affinité, l'affinité
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affinità, di affinità, un'affinità, l'affinità, affinità di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afinidade, de afinidade, afinidade de, a afinidade, afinidades
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verwantschap, affiniteit, de affiniteit, affiniteit heeft
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
родство, родственность, сродство, влечение, свойство, близость, сходство, аффинность, аффинной
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
affinitet, tilhørighet, affiniteten, slektskap, affinitets
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
affinitet, affinitets, affiniteten, affinity
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
veto, samankaltaisuus, sukulaisuus, lähisukuisuus, affiniteetti, affiniteetin, affiniteettia, affiniteetilla, affiniteetti-
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
affinitet, affiniteten, tilhørsforhold, affinitets
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spříznění, slučivost, blízkost, příbuznost, afinita, příbuzenství, afinitní, afinitu, afinitou, spřažení
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podobieństwo, rodzina, pokrewieństwo, bliskość, powinowactwo, koligacja, powinowactwa, powinowactwie, powinowactwa z
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vonzódás, affinitás, rokonság, affinitással, affinitása, affinitású, affinitást
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yakınlık, afinite, afinitesi, afiniteli, ilgi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спорідненість, привабливість, властивість, потяг, близькість
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
prirje, afiniteti, tërheqje, e afinitetit, afiniteti i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
афинитет, афинитетна, афинитет към, афинитета, афинитет на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
блізкасць, блізкасьць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sugulus, afiinsus, afiinsusega, afiinsust, afiinsuse, afiinsuskromatograafia
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rodbina, sličnost, srodstvo, afinitet, srodnost, sklonost, afiniteta, afmitet, afiniteta za
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skyldleiki, sækni, sækni í, mikla sækni
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
giminingumas, trauka, afiniteto, afinitetas, afininė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
līdzība, afinitāte, afinitāti, afinitātes, afinitāte pret
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
афинитет, афинитети, афинитетот, склоност, афинитет кон
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
afinitate, de afinitate, afinitatea, afinității, afinitate de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
afiniteta, afiniteto, afinitetna, afinitetne, svaštva
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
afinita, afinitu, afinity, afinitou, afinitu k
Τυχαίες λέξεις