Λέξη: αγροτικός

Σχετικές λέξεις: αγροτικός

αγροτικός συνεταιρισμός, αγροτικός αστέρας, αγροτικός συνεταιρισμός νάουσας, αγροτικός τύπος, αγροτικός συνεταιρισμός μεσσηνίας, αγροτικός συνεταιρισμός ταξιάρχη, αγροτικός τουρισμός, αγροτικός κώδικας, αγροτικός οίκος σπύρου, αγροτικός αστέρας - μακεδονικός

Συνώνυμα: αγροτικός

αγροίκος, χοντροκαμωμένος, χωριάτικος, χωρικός, αγρονομικός, γεωργικός

Μεταφράσεις: αγροτικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rural, agricultural, agrarian, rustic, a rural
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rústico, rural, rurales, zonas rurales, las zonas rurales
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ländlich, bäuerlich, ländlichen, ländliche, ländlicher
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
champêtre, agreste, villageois, campagnard, rural, rurale, rurales, ruraux, milieu rural
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rurale, campestre, campagna, rurali, zone rurali
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rural, campestre, rurais, agrícola, campo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
landelijk, boers, plattelands, landelijke, platteland, plattelandsontwikkeling
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
деревенский, сельский, сельских, сельской, сельских районов, сельской местности
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
landlig, rural, jordbruks, landlige, landsbygda
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lantlig, landsbygd, landsbygden, landsbygds, lant
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maalainen, maaseudun, Rural, maaseudulla, maaseutu, maaseutualueiden
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
landdistrikterne, landdistrikter, af landdistrikterne, af landdistrikter, landlige
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vesnický, selský, venkovský, venkova, venkovské, vesnicka
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sielski, wiejski, rolniczy, obszarów wiejskich, wiejskich, wiejskie, wiejskiej
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vidéki, mezőgazdasági, a vidéki, falusi, vidékfejlesztési
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kırsal, kır, köy
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сільський, сільська, сільську, сільської
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fshatar, rurale, rural, zonat rurale, fshatare
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
селски, селските райони, на селските райони, селските, селска
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сельскі, вёска, сельская, вясковы, сельскую
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maa, maakoha, maa-, maaelu, maapiirkondade, maapiirkondades
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
seoski, ruralno, ruralni, ruralnog, ruralna
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dreifbýli, sveita, sveit, í dreifbýli
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
rusticus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kaimo, savivaldybė kaimo, kaimo vietovių, kaimas, kaimo vietovėse
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lauku, laukos
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
рурални, руралниот, руралните, рурален, рурална
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rural, rurală, rurale, agricolă, mediul rural
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
podeželja, podeželje, podeželsko, podeželski
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vidiecky, Dedinský, Venkovský

Στατιστικά δημοτικότητας: αγροτικός

Τυχαίες λέξεις