Λέξη: ύψος
Σχετικές λέξεις: ύψος
ύψος λιάγκα, ύψος διάσημων, ύψος αποζημίωσης δικαστικών αντιπροσώπων 2014, ύψος εκλογικής αποζημίωσης δικαστικών αντιπροσώπων 2014, ύψος παιδιών, ύψος μπασκέτας, ύψος τριγώνου, ύψος βάρος, ύψος ολύμπου, ύψος βροχής
Συνώνυμα: ύψος
πτήση, πίσσα, παροξυσμός, τόνος, βαθμός, βαθμός εντάσεως, ανάστημα, μπόι, μεγαλείο, υψόμετρο, μεγαλοπρέπεια, ευγένεια
Μεταφράσεις: ύψος
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
height, altitude, amount, level, height of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estatura, colmo, cúspide, apogeo, altura, cerro, cumbre, talla, elevación, la altura, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gipfel, statur, hohe, höhepunkt, höhe, gestalt, körpergröße, Höhe, Höhen, der Höhe, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
taille, apogée, summum, altitude, stature, croissance, sommité, accroissement, comble, cime, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
colmo, vetta, apice, statura, quota, culmine, elevazione, altura, vertice, cima, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
altura, altitude, pico, vértice, extremidade, talão, salto, alto, ápice, cimo, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kroon, postuur, tip, stand, verhevenheid, toppunt, hoogtepunt, figuur, lichaamsbouw, topje, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вышина, рост, высь, степень, высота, вершина, холм, кульминация, возвышенность, верх, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
topp, høydepunkt, høyde, høyden
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
höjd, höjdnivå, höjdpunkt, altitud, topp, höjden
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harja, korkeus, koko, huippu, kahdessa, korkeuden, korkeutta, korkeudella
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
højde, øverst, højdepunkt, toppunkt, højden
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výška, vrcholek, vzrůst, výšina, hora, výše, vrchol, výšky, výškově, výšku, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wzrost, wyniosłość, wysokość, pagórek, rozkwit, szczyt, apogeum, wysokości, height, wys
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
magasság, magaslat, magassága, magasságát, magasságban, magasságú
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
irtifa, doruk, tepe, yükseklik, boy, zirve, endam, yüksekliği, height, yükseklikte
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зріст, степінь, ступінь, ріст, висота, верх, короткі хвилі, Піднімаються, хвилі, короткі
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lartësi, çukë, lartësia, lartësia e, Lartesia, lartesi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
височина, височината, височина на, на височината, ръст
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
высокi, буда, вышыня, кароткія, кароткія хвалі, Паднімаюцца, Сярэдняя вышыня
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tipp, kõrgus, kõrgust, kõrguse, kõrgusega, kõrgusel
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
visok, vrhunac, vrh, visina, visinu, visine, visini, po visini
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hæð, hæðin, á hæð
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aukštis, viršūnė, viršus, Ūgis, aukščio, aukštį
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
virsotne, augstums, augša, augstumu, augstuma, stūres, stūres reg
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
висина, височина, висината, височината, height
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
culme, altitudine, înălţime, înălțime, înălțimea, inaltime, inaltimea, înălțimii
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
višina, višine, višino, višini, viśina
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výše, výška, výšina
Στατιστικά δημοτικότητας: ύψος
Τυχαίες λέξεις