Λέξη: όμιλος

Σχετικές λέξεις: όμιλος

όμιλος αττικών εκδόσεων, όμιλος υγεία, όμιλος naspers, όμιλος συγγελίδη, όμιλος επιχειρήσεων θεολογοσ, όμιλος καστελόριζο, όμιλος αντισφαίρισης αθηνών, όμιλος λάτση, όμιλος ιατρικού αθηνών, όμιλος μυτιληναίος, ιππικός όμιλος, ναυτικός όμιλος θεσσαλονίκης

Συνώνυμα: όμιλος

ζώνη, μπάντα, ταινία, δεσμός, ορχήστρα, λέσχη, κλαμπ, σύλλογος, ρόπαλο, μπαστούνι γκολφ, πλήρωμα, συμμορία, σπείρα, κόμπος, κόμβος, όζος, φιόγκος, δαχτυλίδι, δακτύλιος, δακτυλίδι, παλαίστρα, νεοσσιά, κοπάδι πέρδικες, ομάδα, συγκρότημα, συνομοταξία, σύμπλεγμα, ομάς, εταιρεία, συντροφιά, λόχος, παρέα, συναναστροφή, κλίκα, κύκλος συντροφιάς, σχέση, εταιρία, συνεταιρισμός, σύνδεσμος

Μεταφράσεις: όμιλος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
group, club, company, group of, group is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
grupo, agrupación, colectivo, categoría, grupo de, del grupo, el grupo, de grupo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gruppe, gruppierung, gruppen, pulk, Gruppe, Gruppen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
peloton, collectif, groupement, ensemble, classe, rassembler, grouper, regroupement, troupe, groupe, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
crocchio, gruppo, scaglione, gruppo di, di gruppo, del gruppo, gruppi
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
turma, agrupar, grupo, terras, grupo de, do grupo, grupos, de grupo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
groep, groepering, Group, groepen, de groep
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гурьба, коллектив, комплекс, толпа, группировка, гурт, классифицировать, фракция, группировать, дружина, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gruppe, flokk, gruppen, konsernet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grupp, gruppen, koncernen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ryhmitys, ryhmitellä, laatu, joukko, konsortio, ryhmä, joukkio, erä, ryhmän, Tuoteryhmä, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gruppering, hold, gruppe, gruppen, koncernen, koncern
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
seskupení, kolektivní, grupa, skupina, soubor, seskupovat, sestava, seskupit, skupinu, skupiny, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zgrupować, pogrupować, zespół, ugrupowanie, grupować, gromada, grupa, koncern, zbiorowość, dzielić, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csoport, csoportot, csoportban, csoportja
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
grup, grubu, grubudur, grubunun, grubunu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гурт, угруповання, група, колектив, згрупувати, групу, группа
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
grup, grupi, grupit, grup i, grupi i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
група, групата, групи, групов
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
група, гурт, группа
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
grupp, rühm, kogunema, rühma, grupi, kontserni
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grupirati, skupina, družina, grupa, grupe, skupinu, skupine
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hópur, hóp, hópurinn, hópnum, hópi
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
grupė, Group, grupės, grupę
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grupa, grupējums, grupas, grupu, grupā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
група, групата, групи, групата која
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
formai, grup, grupare, grup de, grupului, grupă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
grupa, kapela, skupina, skupine, skupino, filter
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skupinový, kapela, grupa, skupina, skupiny, skupinu, skupinou

Στατιστικά δημοτικότητας: όμιλος

Τυχαίες λέξεις