Λέξη: ωριμάζω

Σχετικές λέξεις: ωριμάζω

ωριμάζω συνώνυμα, ωριμάζω ωρίμανση

Συνώνυμα: ωριμάζω

λήγω, μετριάζω, ψήνω, αρτύω, εξοικειώ, εξοικειούμαι, μεγαλώνω, εμπυούμαι, εμπυάζω

Μεταφράσεις: ωριμάζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ripen, mature, mellow, maturate, grow up
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
maduro, madurar, madura, maduros, maduras, madurez
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
altern, heranwachsen, ausgereift, reifen, wachsen, reif, mündig, reifst, erwachsen, reife, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pruine, mûrissent, mûrissez, mûris, adulte, mûrissons, vieillir, mûr, mourir, fait, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
maturo, matura, in età matura, maturi, mature
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colchão, sazonado, maduro, madura, maduros, maduras, maturidade
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rijpen, rijp, belegen, bezonken, volwassen, rijpe, oudere, volgroeide
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
великовозрастный, созревать, оперяться, спиться, дозреть, назреть, поспевать, назревать, вылежаться, готовый, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
modne, moden, modent, eldre, voksen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mogen, mogna, Äldre, moget
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
varttua, kypsyä, kypsä, kypsän, kypsät, kypsiä, Aikuiset
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
moden, modne, modent, voksne, kønsmodne
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyspět, dozrát, dospívat, uzrát, vyspělý, zralý, zrát, dospělý, zralých, zralé, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dojrzeć, dojrzały, wydorośleć, dojrzewać, odstawać, starsze, dojrzałe, dojrzała, dojrzałym
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
esedékes, érett, az érett, kiforrott, érettebb
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ergin, olgun, olgun bir, matür, olgunlaşmış
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зрілий, спілий, дозрілий, нагноєння, готовий, дозрівання, достиглий, зріла
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pjekur, i pjekur, të pjekur, e pjekur, matur
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зрял, зряла, зрели, зрелия, зряло
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сьпелы, сьпець, спелы, сталы, дарослы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kääritama, täiskasvanud, küpsema, valmima, küps, küpse, küpsed, väljakujunenud
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zreti, dozreti, dorastao, dozrijevati, sazreti, nastupiti, zreo, usavršiti, odrastao, zrele, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þroskaður, þroskað, þroska, þroskast, þroskaðri
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
brandus, subrendęs, brandi, brandaus, brandžios
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nogatavojies, gatavs, nobriedis, nobriest, nobriedušu, nobriedusi, nobrieduši
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зрели, зрел, зрела, зрелите, зрело
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
matur, mature, matură, matura, maturi
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zrel, zrela, Mature, zrele, zreli
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
splatný, dospelý, zrelý, starší
Τυχαίες λέξεις