Λέξη: ψηφίο

Σχετικές λέξεις: ψηφίο

ψηφίο ισοτιμίας, δυαδικό ψηφίο, σημαντικό ψηφίο, δεκαδικό ψηφίο

Συνώνυμα: ψηφίο

δάκτυλος, αριθμός, εικόνα, μορφή, φιγούρα, τύπος, νούμερο, αριθμών

Μεταφράσεις: ψηφίο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
digit, pebble, figure, number, numeral, decimal
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cifra, dígito, guijarro, guijo, guija, dígitos, cifras
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zeh, stelle, kieselstein, kiesel, zahl, finger, zahlzeichen, Stelle, Ziffer, stelligen, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
taux, galet, chiffre, gravier, caillou, doigt, chiffres, digit, numéro
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ciottolo, cifra, cifre, numero, digit
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
número, cifra, dígito, algarismo, digestão, dígitos, algarismos, Cinco dígitos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
cijfer, nummer, cijferige, cijfers, cijferig, digit
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
палец, галька, перст, камешек, кремень, символ, голыш, цифра, булыжник, значный, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
siffer, sifret
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
siffra, siffriga, siffran, siffrig, siffrigt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
irtokivi, luku, numero, Viisinumeroinen, numeroinen, numeron
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ciffer, tå, cifret, Femcifret, cifrede, cifre
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kamínek, cifra, prst, číslice, místné
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
otoczak, palec, cyfra, żwir, kamyk, żwirowanie, Pięciocyfrowy, cyfrowy, cyfry, cyfr
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
számjegy, számjegyű, jegyű, számjegyet, számjegyből álló
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hane, basamak, haneli, basamaklı, beş haneli
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кремінь, перст, символ, галька, палець, камінець, цифра, цифру
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shifër, shifror, Pesëshifror, shifra, shifrore
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
палец, цифра, цифри, цифрен, Петцифрено, цифрения
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лічба
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
klibu, sõrm, number, Viiekohaline, kohaline, numbri
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
cifra, znamenka, šljunak, brojka, oblutak, pošljunčiti, znamenkasti
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stafa
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
calculus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skaitmenų, Penkiaženklis, skaitmuo, ženklų, skaitmenys
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cipars, Piecciparu, ciparu, zīmju
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
цифрен, цифрениот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cifră, cifre, Format din cinci cifre
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cifra, mestna, številka, mestno, mestni, Petmestno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
polodrahokam, číslice, číslica, čísla, číslo, číslic
Τυχαίες λέξεις