Λέξη: χαρτόνι

Σχετικές λέξεις: χαρτόνι

χαρτι α4, χαρτόνι συσκευασίας, χαρτόνι αγγλικά, χαρτόνι οντουλέ, χαρτόνι ρολό, χαρτόνι κανσόν, χαρτόνι βιβλιοδεσίας, χαρτόνι κουσέ, χαρτόνι μακέτας

Συνώνυμα: χαρτόνι

επιτροπή, πινακίδα, σανίδα, πλευρά πλοίου, οικοτροφία

Μεταφράσεις: χαρτόνι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cardboard, board, paperboard, carton, cartonboard
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cartón, cartulina, de cartón, la cartulina, el cartón
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
karton, pappdeckel, pappe, Karton, Pappe, Kartons
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
carton, en carton, le carton, du carton, cartons
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cartone, di cartone, cartoncino, in cartone, del cartone
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cartão, cartolina, papelão, de papelão, de cartão
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kartonnen, karton
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
папка, картон, картона, картонная, картонной, картонные
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kartong, papp
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kartong, papp, kartongen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pahvi, kartonki, kartongin, pahvia, pahvista
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pap, karton, kartonfremstilling, pappet
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lepenka, karton, lepenkové, lepenky, kartonu
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
karton, tektura, tekturka, kartonowy, tekturowy, tektury
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
karton, kartonpapír, kartonból, kartonpapírbó, kartonpapírból
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karton, mukavva, cardboard, kartonu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
картон
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
karton, kartoni, karton të, e karton
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
картон, картонена, картонени, картони
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кардон, картон
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
papp, õhuke, kartong, papist, kartongist, papi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kartonski, karton, ljepenka, kartona, kartonske, kartonska
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
pappa, pappi
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kartonas, kartono, kartoninės, kartoninė, cardboard
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kartons, kartona, kartonu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
картон, картонска, картонски, картонот, картонските
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
carton, de carton, din carton, cartonului, cartonul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
karton, lepenke, lepenka, kartona, kartonska
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lepenka, kartón, lepenky

Στατιστικά δημοτικότητας: χαρτόνι

Τυχαίες λέξεις