Λέξη: χαρακτήρας

Σχετικές λέξεις: χαρακτήρας

χαρακτήρας ροτβαιλερ, χαρακτήρας καρτούν, χαρακτήρας σκυλιών, χαρακτήρας πιτ μπουλ, χαρακτήρας λαμπραντόρ, χαρακτήρας ανθρώπου, χαρακτήρας συνώνυμα, χαρακτήρας ζωδίων, χαρακτήρας ταύρου, χαρακτήρας και προσωπικότητα

Συνώνυμα: χαρακτήρας

χαράκτης, κόπτης, φύση, ουσία, ιδιότητα, γράμμα, είδος, ήρωας μυθιστορήματος, προσωπικότητα, φήμη

Μεταφράσεις: χαρακτήρας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
character, nature, nature of, character of, status
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
personaje, carácter, naturaleza, seña, índole, papel, caracteres, de caracteres, carácter de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
charakter, rolle, empfehlung, zeichen, symbol, persönlichkeit, beschaffenheit, schriftzeichen, person, Zeichen, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
champ, part, repère, renommée, réputation, signe, point, caractère, caractéristique, nature, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carattere, parte, personaggio, natura, funzione, ruolo, simbolo, personalità, caratteri, di caratteri, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carácter, ponto, índole, parte, marca, temperamento, actor, personagem, caráter, caractere, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
karakter, speler, geaardheid, figuur, merkteken, letter, persoon, rol, personage, wenk, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
традиционность, буква, герой, характер, репутация, роль, характеристика, фундаментальность, персонаж, лицо, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rolle, person, karakter, tegn, tegnet, karakteren
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gestalt, karaktär, tecken, person, karaktären, tecknet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
merkki, suositus, henkilö, maine, luonne, hahmo, laatu, merkin, luonnetta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
karakter, egenskab, rolle, personlighed, tegn, særpræg, tegnet
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
znak, rys, osobnost, příznačný, originál, postava, pověst, charakteristický, figura, charakter, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
głoska, osoba, postać, reputacja, typek, bohater, charakterystyka, rodzaj, dziwak, typ, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jellem, karakter, jellegű, karaktert, jellegét
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
özellik, karakter, işaret, hasiyet, karakteri, bir karakter, karakterin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дивак, символ, характер, ієрогліф, знак, вдача, характеру
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
karakter, karakteri, karakterin, karakterin e, personazhi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
буква, характер, характера, герой, символ
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абавязковасьць, характар
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
iseloom, tegelaskuju, märk, iseloomu, iseloomuga
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slovo, lik, znaka, znaci, značaj, znak, karakter, znakova, karaktera
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skaplyndi, gervi, innræti, eðli, karakter, staf, karakterinn, persóna
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
persona
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
asmenybė, vaidmuo, charakteris, raidė, ženklas, pobūdis, personažas, simbolių
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
raksturs, personība, rakstzīmju, rakstzīme, varonis, rakstzīmi
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
карактер, карактерот, лик, знак, ликот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
caracter, rol, caracterul, caractere, personaj, caracterului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
postava, písmeno, znak, značaja, značaj, karakter, lik
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
postava, písmeno, znak, charakter, znakov, znaku

Στατιστικά δημοτικότητας: χαρακτήρας

Τυχαίες λέξεις