Λέξη: χαλίκι

Σχετικές λέξεις: χαλίκι

χαλίκι για κήπους, χαλίκι ασπροποτάμου, χαλίκι αιτωλοακαρνανίασ, χαλίκι κήπου, χαλίκι τιμές, χαλίκι στον κήπο, χαλίκι 3a, χαλίκι γαρμπίλι, χαλίκι ενυδρείου, χαλίκι 3α

Συνώνυμα: χαλίκι

αμμοχάλικο, χοντρή άμμος, θάρρος, χαλίκια, ψαμμίαση, βότσαλο, πετραδάκι, πετράδι, σπασμένοι λίθοι

Μεταφράσεις: χαλίκι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gravel, grit, pebble, rubble, pebbles
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cascajo, grava, arenisca, arena, gravilla, de grava, la grava, de gravilla
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
belästigen, verblüffen, streusand, kiesel, schrot, kies, schotter, split, Kies, Schotter, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
courage, sabler, hardiesse, grès, gravier, sable, gravillon, audace, bravoure, vaillance, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ghiaia, sabbia, di ghiaia, sterrata, ghiaiosa, ciottoli
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cascalho, sepultura, brita, aperto, gripe, grão, de cascalho, gravilha, do cascalho, pedregulho
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kiezel, gruis, steengruis, grind, gravel, grint, onverharde
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
камень, песок, гравий, строение, грат, гравия, гравийной, галечный, гравием
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
singel, mot, grus, grusen, grus-
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grus, gruset
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sisu, hiekka, sora, hämmentää, sepeli, hiekoittaa, soran, soraa, sora-, gravel
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
grus, gruset, grus-
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
statečnost, pískovec, štěrk, odvaha, písek, drť, štěrková, štěrku, štěrkové, štěrkovitá
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żwirownia, piaskowiec, grys, żwir, zachrzęścić, żużel, stanowczość, chrzęścić, odwaga, piasek, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
föveny, kavics, kavicsos, sóder, kavicsot, apró kavicsos
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çakıl, stabilize, çakıllı, çakıl taşı, mıcır
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пісок, гравій, гравий
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zhavorr, zhavorrit, zhavorri, zhavor, zhavori
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чакъл, дребен чакъл, чакълен, трошляк
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жвір, гравій, жвірам
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peenkruus, kruus, südikus, kruusatama, pindama, kruusa, kruusane, killustik, killustiku
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
borbenost, istrajnost, šljunak, šljunčana, šljunka, šljunčane, šljunkom
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
möl, mölin, malarstígur, malarvegur, mela
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žvyras, žvyro, gravel, žvirgždas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grants, granti, grantēts
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чакал, песок, чакалот, на чакал
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pietriş, pietriș, cu pietriș, pietris, de pietriș, pietrișului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
štrk, gramoz, prod, gramoza, gramozom, prodnata
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
štrk, štrku
Τυχαίες λέξεις