Λέξη: χάλυβας

Σχετικές λέξεις: χάλυβας

χάλυβας st 37, χάλυβας οικοδομικός, χάλυβας οπλισμού σκυροδέματος, χάλυβασ ατσάλι, χάλυβας ψυχρής έλασης, χάλυβας β500c, χάλυβας s400, χάλυβας b500c, χάλυβας προέντασης, χάλυβας τιμή

Συνώνυμα: χάλυβας

ατσάλι, χάλυψ

Μεταφράσεις: χάλυβας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
steel, steel is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acero, de acero, inoxidable, del acero, acero de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwert, Stahl, Edelstahl
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aciéreux, acier, épée, paquebot, acérain, en acier, l'acier, d'acier
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acciaio, in acciaio, inox, inossidabile, di acciaio
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aço, caldeira, de aço, em aço, do aço, siderúrgica
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
staal, degen, zwaard, stalen, van staal, ijzer-, ijzer- en
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стальной), точило, арматура, точилка, меч, булатный, шпага, огниво, сталь, оружие, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stål, av stål
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stål, stålet, av stål
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
miekka, karaista, teräs, terästä, teräksen, teräksestä, teräksinen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stål, jern-, jern- og, af stål
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ocelový, ocel, oceli, ocelové, ocelová
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stal, stalowanie, hutniczy, stalowoniebieski, metalurgiczny, hutnictwo, staliwo, staloryt, stalowy, stali, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
acél, acélból, acélból készült, acélipari, steel
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çelik, kılıç, çelikten, çeliği
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кресало, твердість, стальний, сталь, сталевий
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çelik, çeliku, çelikut, e çelikut, të çelikut
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стомана, меч, стоманена, стоманени, стомани
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сталь, сталі
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teras, terasest, terase, steel, terasetoodete
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čeličnog, čeličan, čelika, mač, čelik, čelična, čelične, čelični
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stál, stáli, úr stáli
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
chalybs
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plienas, kardas, kalavijas, špaga, plieno, steel, plieninės, plieniniai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tērauds, zobens, tērauda, steel, tēraudu, metāla
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
челикот, челик, челична, челични, челичната
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spadă, oţel, oțel, otel, din oțel, de oțel, oțelului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jeklo, jekla, jeklena, steel, jeklene
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oceľ, ocele, ocel

Στατιστικά δημοτικότητας: χάλυβας

Τυχαίες λέξεις