Λέξη: φραγμός
Σχετικές λέξεις: φραγμός
οδοντικός φραγμός, δερματικόσ φραγμόσ, ηθικός φραγμός, εγκεφαλικός φραγμός, φραγμόσ στον εκφασισμό, φραγμός συνώνυμα, αιματοεγκεφαλικόσ φραγμόσ, φραγμός στις πρόωρες συντάξεις πριν τα 62, εντερικός φραγμός, επιδερμικός φραγμός
Συνώνυμα: φραγμός
κορμός, οικοδομικό τετράγωνο, μεγάλο τούβλο, πολυκατοικία, βάθρο, εμπόδιο, φράγμα
Μεταφράσεις: φραγμός
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dam, barrier, restraint, block, bar, a barrier, barrier to
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
obstrucción, restricción, presa, bloquear, malecón, represa, bloque, embalse, dique, barrera, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sperre, damm, beschränkung, block, hindernis, absperren, reinheit, restriktion, staudamm, barriere, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lingot, endiguer, barrage, réservoir, bâcler, restriction, arrêt, cloisonner, abstinence, chaussée, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diga, puleggia, cubetto, intasare, asserragliare, riservatezza, arrestare, carrucola, ostruire, sbarra, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dacar, peça, massa, bloco, cubo, barreira, represa, tapar, barragens, barreira de, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hek, katrol, afsluiten, vastzetten, kubus, dam, blokkeren, afsluiting, heining, dichtmaken, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мол, преграда, колодка, брусок, набрасывать, запруда, насест, строгость, площадь, плаха, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sperre, demning, barriere, kloss, blokk, dam, barrieren
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blockera, block, avspärra, inskränkning, damm, hindra, moder, kvarter, klots, barriär, ...
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
este, sulku, lehtiö, muovata, pato, haitta, koruttomuus, rajoite, tukkia, saartaa, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dæmning, klods, dige, blok, afspærring, trisse, barriere, hindring, barrieren, hindringer
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
překážka, zábrana, nátlak, přepážka, překážet, splav, hrazení, blokáda, zarazit, pařez, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poskromienie, utwierdzenie, zasłaniać, rogatka, zahamowanie, blokada, blokować, ogroblić, wstrzymywać, kloc, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megfékezés, korlátozottság, anyaállat, eldugulás, fatuskó, mérséklet, önuralom, tilalom, akadály, sorompó, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
set, blok, sınırlama, küp, engel, bariyer, bariyeri, engelleyici, engeli
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ставити, блокувати, поміркований, мол, дамба, стриманий, перепона, блок, гать, обмежений, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bllok, pengesë, pengesa, barrierë, barriera, pengesë e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
препятствие, бариера, преграда, пречка, бариерен, бариери
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зачыняць, шлагбаум, бар'ер, барер
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
barjäär, plokk, blokeerima, tõke, tõkend, vaoshoitus, piire, piirang, kvartal, takistus, ...
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prepreka, ograničenje, smetnja, granica, barikada, pregrada, brana, uzdržljivost, ekran, nasip, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hindrun, hindrun í vegi, vegi, erfiðleikar, erfiðleikar við
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
luitas, rąstas, barjeras, užtvanka, užtvara, skridinys, pylimas, kliūtis, kliūtimi, kliūčių, ...
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bluķis, aizsprosts, klucis, barjera, trīsis, nožogojums, dambis, šķērslis, barjeru, barjeras, ...
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пречка, бариера, бариерата, бариери, ѕидот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
barieră, bloca, cub, bloc, baraj, bariera, obstacol, bariere, de barieră
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pregraja, blok, pregrada, ovira, oviro, pregrade, pregradna
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
priehrada, kontrolovaný, blok, bariéra, bariéry, bariéru, prekážka
Τυχαίες λέξεις