Tauko στα ελληνικά
Μετάφραση: tauko, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνεση, σπάζω, νηνεμία, σηκός, μένω, καρέ, σταματώ, διάλειμμα, ανάρτηση, ξεκούραση, αντεπίθεση, διάλλειμα, ανακοπή, ησυχασμός, συλλαμβάνω, εκτόνωση, παύση, παύσης, μικρή διακοπή, διακοπή, την παύση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- jätesäiliö στα ελληνικά - σκουπιδοτενεκές, δοχείο απορριμμάτων, περιέκτη απορριμάτων, περιέκτη αποβλήτων, κάδου απορριμμάτων, δοχείο υπολειμμάτων
- kenttä στα ελληνικά - χωράφι, επαρχία, αρμοδιότητα, πεδίο, τομέας, τομέα, πεδίου, ...
- pääosin στα ελληνικά - κυρίως, κύριο λόγο, κατά κύριο λόγο, ιδίως
Τυχαίες λέξεις
Tauko στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνεση, σπάζω, νηνεμία, σηκός, μένω, καρέ, σταματώ, διάλειμμα, ανάρτηση, ξεκούραση, αντεπίθεση, διάλλειμα, ανακοπή, ησυχασμός, συλλαμβάνω, εκτόνωση, παύση, παύσης, μικρή διακοπή, διακοπή, την παύση
Μεταφράσεις: άνεση, σπάζω, νηνεμία, σηκός, μένω, καρέ, σταματώ, διάλειμμα, ανάρτηση, ξεκούραση, αντεπίθεση, διάλλειμα, ανακοπή, ησυχασμός, συλλαμβάνω, εκτόνωση, παύση, παύσης, μικρή διακοπή, διακοπή, την παύση