Pidäke στα ελληνικά
Μετάφραση: pidäke, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναχαιτίζω, καρέ, σταματώ, χαλιναγωγώ, χαλινάρι, χαλινώνω, κράσπεδο, ανακόπτω, τάκος, σφήνα, στύλωμα, τακώνω, παραγεμίζω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pidin στα ελληνικά - πρίζα, υποδοχή, αγκύλη, θήκη, κάτοχος, κάτοχο, κατόχου, ...
- pidot στα ελληνικά - εορτασμός, συμπόσιο, πανδαισία, πανηγύρι, εορτή, ευωχούμαι, γιορτή, ...
- pidätellä στα ελληνικά - χαλιναγωγώ, κράσπεδο, συγκρατήσει, εμπόδιζαν, παρεμπόδιζαν, κρατήσει πίσω, να εμποδίσουν
- pidättyvyys στα ελληνικά - εφεδρικός, εγκράτεια, μετριοπάθεια, παρακαταθήκη, παρακρατώ, ολιγολογία, επιφυλακτικότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Pidäke στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναχαιτίζω, καρέ, σταματώ, χαλιναγωγώ, χαλινάρι, χαλινώνω, κράσπεδο, ανακόπτω, τάκος, σφήνα, στύλωμα, τακώνω, παραγεμίζω
Μεταφράσεις: αναχαιτίζω, καρέ, σταματώ, χαλιναγωγώ, χαλινάρι, χαλινώνω, κράσπεδο, ανακόπτω, τάκος, σφήνα, στύλωμα, τακώνω, παραγεμίζω