Λέξη: φιλώ
Σχετικές λέξεις: φιλώ
φιλώ ορισμοί, φιλώ την καρδιά σου, φιλώ τα χειλη σου τα δυο, φιλέω φιλώ, φιλία λεξικό, φιλώ σε, σας φιλώ, φιλώ την καρδιά σου - ανθρωποφαγία, ονειροκρίτησ φιλώ, φιλώ ετυμολογία
Συνώνυμα: φιλώ
ασπάζομαι, εφάπτομαι
Μεταφράσεις: φιλώ
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
kiss, osculate, lip, I kiss, kiss you
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
beso, besarse, besar, beso de, el beso, un beso
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
küssen, karambolage, kuss, Kuss, Kuß, Kiss
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
s'embrasser, bisou, bécot, baisons, baiser, baisez, baisent, embrasser, baisé, bise, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bacio, baciare, baciarsi, il bacio, bacio di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
beijo, beijar, reino, beijo de, ósculo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kus, zoenen, zoen, kussen, kiss, kus van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
облобызаться, лобзанье, прикладываться, поцеловать, лобзать, лобызаться, безе, расцеловать, облобызать, конфетка, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kysse, kyss, kysset, Kiss
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kyssa, puss, kyss, Kiss, kyssen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suudelma, suutelo, pusu, suudella, pussata, kiss, suutele, suukko
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kys, kysse, kiss, kysset
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hubička, políbit, líbat, polibek, políbení, kiss, pusa, pusu
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
całować, ucałować, ucałowanie, całus, cmokać, pocałować, buziak, buzia, pocałunek, buziaka
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
habcsók, csók, csókot, puszit, csókkal, csókja
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öpmek, öpücük, öpücüğü, bir öpücük, öpücüğün
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доля, поцілунок, поцелуй, цілунок, поцілуй
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
puth, puthje, Kiss, puthja, puthje e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
целувка, целувката, целуна, целуне
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пацалунак
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suudlema, suudlus, Kiss, suudelda, suudlusega, suudlust
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poljubac, poljubio, poljubiti, Kiss, poljupca, cjelov
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kyssa, kyssast, koss, Kiss
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
basiatio
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bučiuoti, bučinys, kiss, pabučiuoti, bučinį, pabučiavimas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skūpsts, skūpstīt, skūpstīties, Kiss, skūpstu, skūpsta
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бакнеж, бакнежот, Kiss, бакнуваат
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sărut, Pupic, sarut, kiss, sărutare
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poljub, gibat, poljubiti, kiss, poljubi, kiss je
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pusa, husička, bozk
Τυχαίες λέξεις