Λέξη: φευγαλέος
Συνώνυμα: φευγαλέος
φεύγων
Μεταφράσεις: φευγαλέος
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
elusive, fleeting, stealthy
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ilusorio, fugaz, efímero, efímera, fugaces, pasajera
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fein, unglaublich, trügerisch, flüchtig, vergänglich, flüchtigen, flüchtige, flüchtiger
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fugitif, fin, subtil, insaisissable, fugace, éphémère, fugitive, passagère
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fugace, fuggevole, sfuggente, fugaci, fuggente
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fino, arguto, fugaz, passageira, passageiro, fugazes, efêmero
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fijn, subtiel, spitsvondig, vluchtig, vluchtige, voorbijgaande, kortstondige, vergankelijk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неуловимый, изящный, утонченный, неосязаемый, уклончивый, мимолетный, мимолетное, мимолетным, мимолетная, мимолетно
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
unnvikende, flyktig, fleeting, flyktige, stakket
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flyktig, flyktiga, flyktigt, växlande, ögonblicks
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hieno, ohikiitävä, fleeting, ohikiitäviä, katoavaista, ohikiitävän
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
flygtig, flygtige, flygtigt, stikord, forbigående
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prchavý, nepolapitelný, vyhýbavý, letmý, prchavé, prchavá, vytvoření impulzu
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wykrętny, ulotny, zawodny, nieuchwytny, przelotny, przemijający, krótkotrwały, ulotne, przelotne
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
múló, röpke, futó, mulandó, múlandó
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ince, kısacık, geçici, uçucu, kısa süreli, kısacık bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
невловимий, швидкоплинний, скороминущий, хвилинний, швидкоплинні, побіжний
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i rrufeshëm, fluturak, flutur, kalimtare, rrufeshëm
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
уклончивия, краткотраен, мимолетен, мимолетно, мимолетни, мимолетна
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мімалётны, мімалётнае
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kirjeldamatu, tabamatu, hoomamatu, põgus, põgusaid, kiiresti mööduvaid, põgusaks, põgusad
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prolazan, kratkotrajna, prolazna, prolazne, prolazni
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skammvinnur, hverfulu, skammvinn, léttvæg, hverfult
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trumpalaikis, trumpučiu, Przelotny, trumpalaikę
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
īslaicīgs, acumirklīgs, gaistošs, gaistošas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
минливи, минливата, моментниот, краткотрајни
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fin, efemer, trecătoare, trecător, trecatoare, pasager
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bežen, minljivo, minljiva, bežna, minljive
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prchavý, letmý
Τυχαίες λέξεις