Λέξη: φασαρία
Σχετικές λέξεις: φασαρία
ονειροκριτησ φασαρία, φασαρία στην πολυκατοικία, φασαρία συνώνυμο, πολλή φασαρία, φασαρία από γείτονες, φασαρία ετυμολογία, φασαρία συνώνυμα, φασαρία σε πολυκατοικία, φασαρία γείτονες, φασαρία στην τάξη
Συνώνυμα: φασαρία
θόρυβος, κρότος, προεξοχή, δαιμόνιο, καλικάντζαρος, ξωτικό, τελώνιο, τρελοκομείο, φρενοκομείο, ταραχή, στήριγμα φούστας, καβγάς, ανησυχία, ταλαιπωρία, πάθηση, μπελάς, σκοτούρα, ενόχληση, αναταραχή, αναστάτωση, οχλαγωγία, συγκλονισμός, φιλοτάραχο
Μεταφράσεις: φασαρία
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fuss, ado, hassle, turmoil, trouble, bustle, din, fracas
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bullicio, tumulto, movimiento, desorden, ruido, problema, agitación, escándalo, aspavientos, jaleo, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufheben, gewühl, aufruhr, sorge, schwierigkeiten, auseinandersetzung, bewegung, problem, getue, schwierigkeit, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
infester, problème, désordre, molester, remous, importuner, perturbation, maladie, inquiéter, ennui, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disturbo, trambusto, guaio, scocciatura, tumulto, seccatura, fatica, scalpore, confusione, storie, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alvoroço, trote, afligir, agitação, trotar, ruído, problema, espalhafato, barulho, rebuliço, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
probleem, verwarring, ophef, vraagpunt, beroering, rumoer, kwestie, bezwaar, moeilijkheid, vraagstuk, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
беспорядок, затруднение, переполох, утрудить, треск, побеспокоить, огорчение, затруднять, утруждать, суета, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uro, opphisselse, ståk, bekymring, bråk, bekymre, sinnsbevegelse, larm, oppstyr, oppstyret, ...
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bråk, sinnesrörelse, upphetsning, oväsen, uppståndelse, krångel, väsen, bråka, ståhej
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ahdinko, hässäkkä, touhuta, säpinä, kysymys, ongelma, hankaluus, temmellys, melske, kohu, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
larm, ballade, ståhej, vrøvl, besvær, dikkedarer
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zmatek, rozruch, soužení, nepokoj, obtěžovat, otravovat, závada, hádka, povyk, obtíž, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niepokój, nieprzyjemność, zamieszanie, niedomagania, gonitwa, kłopot, tarapaty, zaburzenie, utrapienie, martwić, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gond, faksznizás, zsivaj, felhajtás, nagy felhajtás, felhajtást
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hareket, heyecan, azar, sorun, yaygara, gürültü patırtı, sorunsuz, telaş, fuss
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безладдя, відразу, метушня, клопіт, суєта, галас, горе, біда, потурбувати, утруднення, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dertim, hall, mundohem, problemi, bujë, ankth, nervozoj, bujë të, trazirë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пребрадка, врява, суетене, шум, безпроблемно, вдига шум
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мітусіцца, завіхацца, тупаць, завіхаўся
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kiusama, nägelus, lärm, pahandus, nõiakatel, keeris, tüli, kähmlus, tegevus, sahmerdamine, ...
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
smetati, prepreka, komešanje, previranje, užurbanost, metež, neispravnost, zbrka, buka, nemir, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
læti, fyrirhöfn, vesen
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
uždavinys, sambrūzdis, nervinimasis, bėgiojimas, bruzdėjimas, bėgioti
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzdevums, satraukums, uztraukumiem, satraukt, kņada, jezga
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гужва, протестирам, врева, паника, напор
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
problemă, bucluc, tracasa, agitaţie, necaz, tam-tam, fuss, scandal, zarvă, bătăi de cap
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trápit, spor, razburjanja, razburjenja, Komešanje, Zamajavati, Komiješanje
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spor, trápiť, hádka, povyku, rozruch, krik, povyk, hurhaj
Τυχαίες λέξεις