Λέξη: φαινομενικός
Σχετικές λέξεις: φαινομενικός
φαινομενικός όγκος κατανομής, φαινομενικός συνώνυμο, φαινομενικός συνώνυμα, φαινομενικός αγγλικα
Συνώνυμα: φαινομενικός
φανερός, φαινόμενος, δήθεν
Μεταφράσεις: φαινομενικός
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
phenomenal, ostensible, apparent, seeming
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fenomenal, aparente, obvio, supuesto, manifiesto, evidente, evidentes, desprende, aparentes
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anscheinend, klar, augenscheinlich, schein, vordergründig, offenbar, scheinbar, phänomenal, einleuchtend, angeblich, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éclatant, ouvert, ostensible, manifeste, palpable, soi-disant, feint, prétendu, simple, apparent, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
evidente, ovvio, fenomenale, manifesto, apparente, palese, risulta, evidenti, emerge
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aparente, óbvio, inequívoco, patente, evidente, simples, manifesto, resulta, aparentes, evidentes
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
duidelijk, zuiver, fenomenaal, puur, evident, uitgesproken, helder, verbluffend, vertoonbaar, klaarblijkelijk, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
явный, несомненный, необыкновенный, мнимый, кажущийся, феноменальный, простой, очевидный, показной, видимый, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innlysende, øyensynlig, klar, åpenbar, tilsynelatende, tydelig, åpen, tydelige
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppenbar, skenbar, uppenbara, uppenbart, framgår
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
näennäinen, silminnähtävä, yksinkertainen, ilmiömäinen, mutkaton, ilmeinen, selvä, ilmeistä, ilmeisiä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilsyneladende, fremgår, fremgaar, tydeligt, synlige
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zřejmý, zjevný, fenomenální, údajný, samozřejmý, zdánlivý, očividný, patrný, zřejmé
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jawny, zjawiskowy, oczywisty, widoczny, rzekomy, pozorny, wirtualny, fenomenalny, wynika, oczywiste
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fenomenális, látszólagos, nyilvánvaló, látható, nyilvánvalóvá, kitűnik
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
belli, sade, basit, belki, açık, belirgin, görünen, bariz
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
феноменальний, удаваний, показною, очевидний, позірний, вдаваний, явний, виявлятися, здається, що здається, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i dukshëm, dukshme, e dukshme, qartë, e qartë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
очевиден, явен, видим, видно
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўяўны, уяўны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nähtav, ilmne, näiv, ilmneb, nähtub
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jasan, prividan, očit, prividni, fenomenalan, izvanredan, okoštati, očevidan, vidljiv, očigledan, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ljóst, ljós, í ljós, augljós, áberandi
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paprastas, akivaizdus, akivaizdu, aišku
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vienkāršs, skaidrs, acīmredzams, acīmredzama, šķietamais, redzams
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
очигледен, очигледна, очигледниот, очигледно, очигледни
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
simplu, aparent, aparentă, rezultă, evident, reiese
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
fenomenální, očitna, očitno, razvidno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zrejmý, jasný, zjavný, zrejmé, evidentný
Τυχαίες λέξεις