Λέξη: υπόληψη
Σχετικές λέξεις: υπόληψη
με υπόληψη, υπόληψη ορισμός, υπόληψη συνώνυμο
Συνώνυμα: υπόληψη
όνομα, προσωνυμία, φήμη, γεύση, άρωμα, ουσία, πίστωση, πίστη, έπαινος, πεποίθηση, τιμή, εκτίμηση, σχέση, επίμονο βλέμμα, σέβας, προσοχή, κρίση, θεώρηση, μελέτη, λόγος, λεπτότητα, παράγοντας
Μεταφράσεις: υπόληψη
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
esteem, reputation, repute, consideration, regarded
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estimación, honrar, respeto, aprecio, estima, reputación, la reputación, reputación de, fama, prestigio
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wertschätzung, respekt, respektieren, hochachtung, ansehen, schätzung, bewunderung, Ansehen, Ruf, Reputation, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
égard, respect, déférence, apprécier, considérer, révérer, estimer, estime, révérence, honorer, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rispetto, stima, stimare, reputazione, fama, la reputazione, notorietà, reputazione di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deferência, granja, admiração, apreciação, fazenda, estima, propriedade, respeito, reputação, a reputação, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
respect, achting, eerbied, bewondering, achten, egards, tel, ontzag, reputatie, de reputatie, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
почитание, почёт, уважение, уважать, почет, почитать, почтение, репутация, репутации, репутацию, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aktelse, rykte, omdømme, omdømme i, omdømmet, anseelse
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
värdera, aktning, respekt, uppskatta, rykte, anseende, renommé, känt, rykte om
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ihailu, harkita, arvonanto, pitää, kunnioitus, arvostus, maine, mainetta, maineen, maineensa, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
agte, respekt, agtelse, ry, omdømme, renommé, anseelse, rygte
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ocenění, ctít, cenit, vážnost, respekt, úcta, respektovat, pověst, reputace, pověsti, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oceniać, szacować, respekt, cześć, poważać, poważanie, cenić, szanować, szacunek, reputacja, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hírnév, hírnevét, hírneve, jó hírnevét, hírnevének
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
itibar, ün, ünü, üne, itibarı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шанування, повага, шана, пошана, шаноба, репутація, репутацію
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
reputacion, reputacionin, reputacioni, reputacion të, reputacioni i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
уважение, репутация, репутацията, репутацията на, добра репутация, известност
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэпутацыя, рэпутацыю
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lugupidamine, austus, maine, mainet, reputatsioon, reputatsiooni, mainele
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
cijeniti, procijeniti, poštovanje, ugled, reputacija, ugleda, reputaciju, ugledu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mannorð, orðspor, orðstír, orðspori
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
honor, pendo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pagarbumas, pagarba, reputacija, reputaciją, reputacijos, reputacijai, gero vardo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
respekts, cieņa, apbrīna, reputācija, reputāciju, reputācijas, reputācijai
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
репутација, угледот, углед, репутацијата, реноме
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
respect, reputație, reputația, reputatie, reputației, reputatia
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vážnost, uta, ugled, sloves, ugleda, slovesom, ugledu
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úcta, povesť, reputáciu, dobré meno, meno, povesti
Τυχαίες λέξεις