Λέξη: υποχρέωση
Σχετικές λέξεις: υποχρέωση
υποχρέωση αντίθετο, υποχρέωση ψήφου, υποχρέωση υποβολής ε2, υποχρέωση έκδοσης π.ε.α, υποχρέωση εχεμύθειας, υποχρέωση συνώνυμα, υποχρέωση υποβολής ε9 2014, υποχρέωση παρακράτησης φόρου, υποχρέωση απάντησης της διοίκησης, υποχρέωση υποβολής φορολογικής δήλωσης 2014
Συνώνυμα: υποχρέωση
δέσμευση, διάπραξη, φυλάκιση, χρέος
Μεταφράσεις: υποχρέωση
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
obligation, commitment, obligation to, requirement, an obligation
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
empeño, gravamen, deber, compromiso, obligación, obligación de, la obligación, obligaciones
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pflicht, verpflichtung, Verpflichtung, Pflicht, verpflichtet
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
charge, engagement, devoir, obligation, obligation de, l'obligation, obligations
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dovere, obbligo, obbligazione, obbligo di, dell'obbligo, impegno
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
obrigação, dever, desagradável, obrigação de, obrigações, a obrigação
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verplichting, obligatie, plicht, verbintenis, verplicht, de verplichting
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
повинность, облигация, долг, обязанность, обязательство, обязательность, обязательства, обязательством, обязанностью
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forpliktelse, plikt, forpliktelsen, plikten, plikt til
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
åliggande, plikt, skyldighet, förpliktelse, skyldigheten, förpliktelsen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
velka, velvollisuus, velvoite, velvoitteen, velvollisuutta, velvoitetta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pligt, forpligtelse, forpligtelsen, forpligtelse til, forpligtet
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
závazek, povinnost, dluhopis, úpis, obligace, povinnosti, povinností
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
powinność, zobowiązanie, obowiązek, obligacja, obowiązku, obowiązkiem, zobowiązania
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kötvény, lekötelezés, lekötelezettség, kötelezettség, kötelezettséget, kötelezettsége, kötelezettségét, kötelezettségének
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
borç, yüküm, zorunluluk, yükümlülük, yükümlülüğü, zorunluluğu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обов'язковість, обов'язок, облігація, борг, зобов'язання, зобов`язання
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
detyrë, detyrim, obligim, detyrimi, obligimi, detyrim i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
задължение, задължението, задължения, задължение за
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абавязак, абавязацельства, абавязанне, абавязальніцтва, абавязацельствы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kohustus, obligatsioon, kohustuse, kohustust, kohustusest, kohustatud
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obveza, činidba, obaveza, obvezu, dužnost, obveze, obavezu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skylda, kvöð, skyldu, skuldbinding, skyldan
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
officium
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įsipareigojimas, pareiga, įpareigojimas, prievolė, pareigą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pienākums, pienākumu, saistības, pienākuma, prasība
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
обврска, обврската, обврски, обврските, должност
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sarcină, obligație, obligația, obligații, obligația de, obligatie
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obveznost, obveza, obveznosti, dolžnost
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úpis, povinnosť, povinnosti, povinné, záväzok, povinný
Στατιστικά δημοτικότητας: υποχρέωση
Τυχαίες λέξεις