Λέξη: υπερεκτιμώ
Συνώνυμα: υπερεκτιμώ
υπερτιμώ
Μεταφράσεις: υπερεκτιμώ
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
overestimate, overrate, over value
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sobreestimar, sobrevalorar, sobrestimar, overrate, sobredimensionar
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
überschätzen, überbewerten, schätzen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
majorer, surestimer, exagérer, surestimons, surestiment, surestimez, surévaluer, survaloriser, surfaire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sopravvalutare, overrate, sopravvalutarlo, sopravvalutare il, sopravvalutare la
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
exagerar o valor de, confiar demasiado em, superestimar, superestimam, sobrestimar
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overschatten, overwaarderen, overschat, te overschatten
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
переоценить, переоценивать, переоценивают, переоценивает, преувеличивать
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overvurdere, overvurderer, vurdere, vurderer, å overvurdere
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skatta, överskatta, överskattar, skattar, övervärdera
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yliarvioida, yliarvostetaan, yliarvostaa, ylinopeudelle, ylinopeuskäsittelyn
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overvurdere, overvurderer, at overvurdere, overvurderes
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přeceňovat, přecenit, nadhodnotit, nepřeceňoval, nadhodnocovat, nadcenit
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zawyżać, przeceniać, przeszacować, przecenić, przecenienia, przecenia, przeceniania
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
túlértékel, túlbecsül, túlértékelik, becsüljük túl, túlbecsülni
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gereğinden fazla değer biçmek, gözünde büyütmek, overrate, fazla değer, fazla değer vermek
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переоцінювати, переоцінити
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbiçmoj, mbivlerësoj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
надценявам, надценяват, надценяваме, надценява
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пераацэньваць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülehindama, üle hinnata, Omistada, täiendavat maksu kehtestama, kõrgemalt hindama
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
precijeniti, pretjerati u ocjenjivanju, pretjerati, pretjerati u
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
overrate
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pervertinti, Przechwalać
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārvērtēt, pārāk zemu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
overrate
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
supraevalua, supraestima, supraestimezi, supraaprecia, supraapreciat
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Pretirajte, Pretirajte pri ocenjevanju
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
preceniť, preceňujú, preceňovať, prehodnocovali
Τυχαίες λέξεις