Λέξη: υπερβαίνω
Σχετικές λέξεις: υπερβαίνω
υπερβαίνω αγγλικά, υπερβαίνω συνώνυμα, υπερβάλλω στα αγγλικά, υπερβαίνω τα εσκαμμένα, υπερβαίνω συνώνυμο, υπερβαίνω κλίση, παραβαίνω αόριστος
Συνώνυμα: υπερβαίνω
περνώ, διαβαίνω, επιψηφίζω, ξεπερνώ, υπερβάλλω, λεηλατώ, κατακλύζω, κάνω επιδρομή, υπερυψώνομαι, δεσπόζω, υπερτερώ, μεγαλοποιώ, παραβαίνω, υπερνικώ, υπερπηδώ, υπερέχω, καταπατώ
Μεταφράσεις: υπερβαίνω
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
overrun, exceed, surmount, overdraw, outdo, overtop, overreach, outstrip
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
invadir, exceder, rebasar, aventajar, superar, vencer, sobrar, sobrepasar, girar en descubierto, sobregirar, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lufteinschlag, überlauf, überwinden, übersteigen, überproduktion, übertreffen, überwältigen, überziehen, overdraw, zu überziehen, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
submerger, surmonter, conjecturer, débordés, excédez, dépassons, vaincre, surmontons, outrepasser, franchir, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
oltrepassare, eccedere, vincere, superare, sormontare, esagerare, overdraw, amplificare, overdraw il, prelevare in scoperto
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
exceder, transcender, escavar, exceda, ultrapassar, suplantar, exorbitar, exagerar, overdraw, sacar a descoberto, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overwinnen, uitblinken, overtreffen, uitmunten, overdisponeren, overdrijven, overdraw, rood te staan, rood te
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
побеждать, преувеличивать, превозмочь, гиперболизировать, превысить, превосходить, увенчивать, превзойти, победить, превышать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overvinne, overgå, overtrekk, overdraw, draw, overtrekk på, likviditetstrekkrettighet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
överskrida, övertrassera, overdraw, överskrida tillgångarna, rita över
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kukistaa, ohittaa, tulvia, voittaa, vallata, ylittää, liioitella, karikoida, ylittää tilinsä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overgå, overdraw, overtrækker, overtegne, I overtrækker
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
převýšit, překročit, zatopit, převyšovat, přesáhnout, přesahovat, překonat, přemoci, překračovat, vynikat, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
opanowywać, wieńczyć, zwieńczyć, przewyższyć, opanować, przedłużać, wybiegać, przekraczać, przezwyciężyć, najechać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
túloz, overdraw, túlkarikíroz
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
abartarak anlatmak, germek, fazla para, overdraw, Fazladan çizim
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
увінчувати, переважити, переможіть, переважати, перемагати, перемогти, перевищувати, перебільшувати
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zmadhoj, tërheq nga banka më shumë se ç'kam
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
превишавам кредита си, превишавам кредита, надхвърлят собствените
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перабольшваць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ületama, Karikoida, Liialdama, Ületab konto
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
savladati, prebroditi, premašivati, opustošiti, zarasti, prekoračiti, nadvisiti, premašiti, prelaziti, suviše vući
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
overdraw
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pereikvoti, Viršyti, perdėti, Viršyti kreditą, Nadbierać
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārspīlēt
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прекорачи
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
umfla, supraexcita, exagera, supraîncărca, elibera fără acoperire
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obsadit, Preseganja
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prekročiť, presiahnuť, presahovať, prevýšiť
Τυχαίες λέξεις