Λέξη: τρυπώ

Σχετικές λέξεις: τρυπώ

χτυπώ αγγλικά, χτυπώ συνώνυμα

Συνώνυμα: τρυπώ

κτυπώ ελαφρώς, χτυπώ ελαφρώς, τραβώ υγρό, τρυπώ με τρυπάνι, βαριέμαι, προξενώ ανία, γυμνάζω, γυμνάζομαι, ασκώ, τρυπανίζω, κόβω με νυστέρι, λογχίζω, αγκυλώνω, κεντώ, γρονθοκοπώ, διαρρηγνύω, τσιμπώ, κεντύ, κεντρίζω, αναφέρω για πρώτη φορά, ανοίγω βαρέλι, κοσκινίζω, ωθώ, σπρώχνω, εμπήγω, ξεφουσκώνω

Μεταφράσεις: τρυπώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
prick, tap, wimble, terebrate, stave, broach
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
polla, pinchar, picar, grifo, golpecito, del grifo, llave, puntee en
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwanz, stechen, idiot, kratzer, stich, trottel, scheißkerl, stachel, Hahn, Wasserhahn, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
picoter, crever, ponctionner, aiguillonner, lanciner, piqûre, piquer, éraflure, pointer, point, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pizzicare, punzecchiare, pungere, rubinetto, colpetto, toccare, di rubinetto, del rubinetto
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
preço, tabelar, picar, torneira, toque, toque em, da torneira, tap
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jongeheer, snikkel, pik, prikken, leuter, schram, steken, tap, kraan, tik, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
острие, заковать, насторожиться, вколоть, игла, прокол, укол, накалываться, хай, шип, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
prikke, stikke, springen, trykk, fra springen, tar du hurtig på, tar du hurtig
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sticka, sting, kran, kranen, peka, knackar, knacka
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tutkain, kannustaa, pistää, puhkaista, tuikata, hana, napauta, kosketa, napauttamalla, Tap
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tap, hanen, du trykke på, skal du trykke på, ledningsvand
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bodat, píchnutí, svrbět, bod, propíchnout, píchat, bodnutí, píchnout, uštknout, bodnout, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pokłuć, idiota, przekłuć, kutas, nakłuwać, ukłucie, nakłucie, kłuć, ukłuć, kran, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csap, érintse meg, érintse, érintse meg a, csapot
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
musluk, dokunun, kademe, öğesine dokunun, Tap
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вартість, ціноутворення, кран
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trokitje e lehtë, rubinet, trokitni lehtë mbi, takoni, trokitni lehtë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хуй, кур, острие, кран, почукване, докоснете, чешмяна, чешмата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кран
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kannustama, ora, kraan, koputage, kraani, koputage ikooni, kraanist
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mučiti, ubosti, trn, probadanja, pička, oštrica, slavina, Taknite, slavine, iz slavine, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stinga, bankaðu, pikkaðu, pikka, pikkaðu á, pikkarðu á
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
čiaupas, Bakstelėkite, palieskite, čiaupo, vandentiekio
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
krāns, pieskarieties, piesitiet, pieskaries, krāna
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чешма, од чешма, допрете, славината, чешмата
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
robinet, apăsați, la robinet, atingeți, de la robinet
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
penis, tap, pipe, pipa, pipo, iz pipe
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
žihadlo, penis, kohútik, ventil, vodovodný kohútik, kohút, tap
Τυχαίες λέξεις