Λέξη: τροφοδότης

Σχετικές λέξεις: τροφοδότης

τροφοδότης σακούλα, τροφοδότησ πλαίσιο, τροφοδότης αριστέας, τροφοδότησ οροφήσ, ασφαλής τροφοδότης, αυτόματοσ τροφοδότησ, περιστροφικόσ τροφοδότησ

Συνώνυμα: τροφοδότης

εστιάτορας, προμηθευτής, προμηθευτής τροφίμων, οικονόμος, επόπτης, καμαρότος, επιστάτης, ξενοδόχος, επίτροπος, επιμελητής, επιμελητεία, γυναίκα καμαρότος, συνοδός, αεροδός

Μεταφράσεις: τροφοδότης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
caterer, feeder, feeder is, drawer
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
proveedor, abastecedor, catering, empresa de catering, servicio de catering
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lebensmittellieferant, Gastronom, Caterer, Lebensmittellieferanten
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fournisseur, approvisionneur, traiteur, le traiteur, restaurateur, traiteurs
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
approvvigionatore, trattoria, catering, addetto al catering, ristoratore
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fornecedor, caterer, catering, buffet, o fornecedor
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
cateraar, traiteur, catering, traiteur van, caterer
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поставщик, провизии, общественного питания, выездные, поставщик провизии
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
caterer, leverandør, cateringselskap til fly, Fors, catering
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
matleverantör, caterer, cateringfirman, catereren, cateringfirma
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pitopalvelu, ruokatarvikkeiden hankkija, muonan hankkija, ravintoloitsijan, caterer
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
restauratøren, etablissementer, kok, festmåltider, caterer
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dodavatel, zásobovatel, dodavatel jídel, kuchaře, stravování, společného stravování, kuchař
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
aprowizator, dostawca, żywieniowiec, dostawczyni, dostarczyciel, caterer, zakład żywienia, zakładów żywienia
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
élelmező, szervezõt, catering, mőködı gazdasági, ebédrendelés
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yiyecek içecek sağlayan kimse, caterer, garson, yiyecek dağıtım, ikram servisi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
постачальник, постачальника
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
furnizues ushqimesh
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доставчик, обществено хранене, за обществено хранене, доставчик на едро, кетъринг
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пастаўшчык, пастаўцы, пастаўшчыком
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hankija, toitlustaja, toitlustuskäitleja, koka, toitlustajale
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
namirnica, dostavljač, ugostitelj, ugostitelju
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
caterer
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
maitinimo įstaiga, ruošia, maitinimo įstaigos, ruošia ir išvažiuojamuosius, caterer
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sagādātājs, ēdināšanas, ēdināšanas iestāde, ēdināšanas uzĦēmumi
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кетеринг, угостителот, снабдувач, на кетеринг
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
furnizor, firma de catering, catering, unitate de restaurație, restaurație
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gostinec, prehrane, caterer, javne prehrane
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dodávateľ, dodávateľa, dodávateľom
Τυχαίες λέξεις