Λέξη: ταιριαστά
Σχετικές λέξεις: ταιριαστά
ταιριαστά συνώνυμο, ταιριαστά ζευγάρια, ταιριαστά ζώδια
Συνώνυμα: ταιριαστά
ευχάριστα
Μεταφράσεις: ταιριαστά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
appropriately, congenially, matching, matched, fittingly, mating
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
congenialmente, agradablemente, amigablemente, congénitamente
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angemessene, kongenial, kongeniale, kongenialer, in kongenialer, kongenialen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
convenablement, Confortablement, Agréablement, manière agréable, conviviale sur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
congeniale, congenially
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apropriadamente, congenialmente, congenitamente, criando paz
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gevoeglijk, congenially
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уместно, благоприятно
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
congenially, ring congenially
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
congenially, kongenialt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asianmukaisesti, congenially
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
congenially, kongenialt, de flisebelagte
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
náležitě, přiměřeně, vhodně, kongeniálně
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stosownie, odpowiednio, właściwie, godnie, kongenialnie
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
congenially
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
congenially, cana
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сприятливо, позитивно, сприятливе, що сприятливо
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
congenially
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
congenially
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спрыяльна, станоўча, спрыяльны, даспадобы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
asjakohaselt, congenially
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prikladno, congenially
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
congenially
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Palankiai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
congenially
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
складно, еднодушно
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
congenially
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kongenialno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kongeniální, kongeniálne
Τυχαίες λέξεις