Λέξη: ταγματάρχης

Σχετικές λέξεις: ταγματάρχης

ταγματάρχης παπαποστόλου, ταγματάρχης ντερτιλής, ταγματάρχης τζουλάκης, ταγματάρχης παναγιώτης στούπας, ταγματάρχης βελισσαρίου, ταγματάρχης κασλάς, ταγματάρχης γεώργιος καρούσος, ταγματάρχης γεώργιος δουράτσος, ταγματάρχησ λάμπησ, ταγματάρχης ερτ

Μεταφράσεις: ταγματάρχης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
major, Maj, Tagmatarhis, Major had
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mayor, principal, importante, gran, principales
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
major, hauptsächlich, dur, Dur, Major, Haupt, großen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
major, commandant, central, essentiel, cardinal, capital, majeur, magistral, principal, maître, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
maggiorenne, maggiore, principale, grande, importante, principali
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
capital, major, majestoso, principal, básico, maior, grande, importante
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hoofd-, voornaamste, majoor, groot, grootste, grote, belangrijke, belangrijkste
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
капитальный, майор, совершеннолетний, больший, основной, первенствующий, важнейший, старший, главный, мажорный, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
major, større, stor, store, stort
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
major, större, stor, stora, stort, viktig
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pääaine, suurin, duuri, pääasiallinen, majuri, merkittävä, suuria, suuri, merkittäviä, suurten
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
større, stor, store, væsentlig, stort
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hlavní, větší, plnoletý, důležitý, major, hlavním, významným, významnou
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
główny, major, durowy, dur, ważniejszy, pełnoletni, poważny, większy
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nagyobb, fontosabb, nagykorú, jelentősebb, fontos, jelentős, fő, nagy
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
büyük, önemli, ana, büyük bir, önemli bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
майоліка, основний, основної, основною, основній, основним
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kryesor, i madh, madhor, madh, madhe
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
майор, голям, главен, основен, голяма
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асноўнай, асноўны, асноўнага, асноўная
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peamine, suurem, suur, suurte, suuri
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kapitalan, stariji, osnovni, velik, značajan, glavni, veliki, glavna, glavnih, od glavnih
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dúr, mikil, meiriháttar, helstu, stór, stórt
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pagrindinis, pagrindinė, svarbus, pagrindinių, didelė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
majors, lielākais, galvenais, liela, nozīmīgs, lielas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
големи, главен, голем, голема, главните
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
maior, major, majoră, majore, important, majora
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dur, velika, velik, glavni, glavna, večjih
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dur, hlavní, major
Τυχαίες λέξεις