Λέξη: σύρσιμο
Σχετικές λέξεις: σύρσιμο
σύρσιμο συνώνυμο, σύρσιμο των ποδιών
Συνώνυμα: σύρσιμο
αργή πορεία, γύρος, κρόουλ κολύμπι
Μεταφράσεις: σύρσιμο
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
crawl, dragging, drag, crawling, tow, swiping
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gatear, reptar, arrastrarse, arrastrando, Arrastrar, Al arrastrar, arrastra, Arrastre de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kriechen, Schleppen, schleppend, ziehen, Das Ziehen, Durch Ziehen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
reptation, traîner, crawl, entraînement, faisant glisser, Dragging, glisser, Faire glisser
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
strisciare, Trascinando, Trascinare, trascinamento, Il trascinamento, trascinamento di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rastejar, rastejamento, arrasto, arrastando, Arrastar, Dragging
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruipen, slepen, te slepen, verslepen, het slepen, slepen van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
переползать, елозить, выползать, кроль, приползать, наползти, доползать, подлезать, ползать, кишеть, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
krabbe, dra, å dra, drar, å flytte, Hvis du drar
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kravla, kräla, krypa, dra, att dra, du drar, Om du drar, Genom att dra
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ryömiä, kontata, madella, vetäminen, vetämällä, vedät, Dragging, raahaamalla
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
krybe, Trække, du trækker, trækker, Hvis du trækker, At trække
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plazení, lézt, ploužit, Tažení, Přetažení, Přetažením, přetahování, Tažením
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pełzać, pływanie, przeszukać, czołganie, kraul, czołgać, raczkować, pełzanie, podlizywać, przeciąganie, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyorsúszás, hal-tartály, sprintúszás, kallózás, kúszás, húzás, húzza, húzása, húzásával, húzva
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sürünmek, sürükleme, sürükleyerek, sürüklemek, sürüklenmesi
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
плазування, повзання, повзати, переміщення, рух, пересування
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zvarritje, zvarritur, tërhequr, i tërhequr, zvarrit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Плъзгането, Плъзгане, Влачене, Влаченето, Влачейки
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перасоўванне, перамяшчэнне, рух, перамяшчэньне
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kihisema, krool, lömitama, lohistamine, lohistades, tõmbamine, Dragging
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
plaziti, puzanje, gmizanje, puzati, povlačenje, povučete, Povlačenjem, da povučete, vukući
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
draga, að draga, með því að draga, því að draga, dragging
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šliaužti, lįsti, vilkimas, vilkdami, velkant, Paleidžiant, Przeciągnięcie
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
velkot, Vilkšana, dragging, vilkšanu, pārvelkot
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
влечење, влечењето, влечејќи, влечење на, Помрднувањето
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
Tragerea, Glisarea, Tragere, glisând, trăgându
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vlečenjem, Vlečenje, povlečete, povleci, vlečete
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ťahanie, ťaženie, Vleèenie, ťažení, ťahaní
Τυχαίες λέξεις