Λέξη: σύνδεση
Σχετικές λέξεις: σύνδεση
σύνδεση υπολογιστή με τηλεόραση, σύνδεση home cinema με τηλεόραση, σύνδεση με δεη, σύνδεση κινητού με τηλεόραση, σύνδεση με κάιρο, σύνδεση σε σειρά, σύνδεση συνώνυμα, σύνδεση δεη, σύνδεση απομακρυσμένης επιφάνειας εργασίας, σύνδεση trien, σύνδεση internet, σύνδεση facebook
Συνώνυμα: σύνδεση
παρακέντηση, σύζευξη, δεσμός, ένωση, ζευγάρωμα, κομπλάρισμα, διασταύρωση, συμβολή, κόμβος, σημείο συναντήσεως, επίδεσμος, συνδέων, προσάρτημα, κατάσχεση, προσήλωση, αφοσίωση, σχέση, ανταπόκριση, συγγένεια, θρησκευτική κοινότητα, πελατεία, σύνδεσμος, συνδρομή, συνδετική λέξη, συρροή
Μεταφράσεις: σύνδεση
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
connection, login, coupling, attachment, conjunction
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reunión, conexión, empalme, vínculo, comunicación, enlace, relación, conexión de, de conexión, la conexión
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anschluss, stecker, ankopplung, verknüpfung, zusammenhang, anbindung, kopplung, verbindung, Anschluss, Verbindung, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
couplage, raccord, communication, liaison, jonction, cohérence, accouplement, union, combinaison, lien, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
collegamento, raccordo, unione, connessione, di connessione, relazione, connessione a
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
conexão, ligação, conexão de, de conexão, relação
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verbinding, samenhang, vereniging, aansluiting, connectie, verband
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
связывание, муфта, касательство, связь, соединение, присоединение, подключение, соединения, подключения
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forbindelse, tilkobling, tilkoblingen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
samband, sammanhang, förbindelse, anslutning, anslutningen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yhdistäminen, jatkoyhteys, kytkentä, väliosa, yhteys, liitäntä, yhteydessä, yhteyden
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forbindelse, tilslutning, forbindelsen, sammenhæng
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pouto, spoj, přípojka, spojení, styk, spojitost, souvislost, poměr, připojení, připojení k, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
powiązanie, spokrewnienie, połączenie, kontakt, złącze, nawiązanie, łącze, związek, koneksja, podłączenie, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csatlakozás, kapcsolat, kapcsolatot, kapcsolatban, összefüggésben
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bağlantı, bağ, bağlantısı, bağlantısının
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зв'язок, підключення, з'єднання, під'єднання
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lidhje, lidhja, lidhjen, lidhje të, lidhjes
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
връзка, свързване, връзката, връзка с, свързани
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падключэнне, падлучэнне, злучэнне
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ümberistumine, seos, ühendus, seoses, ühenduse, seotud, ühendust
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
priključenje, nit, rođak, veza, vezane, poveznica, priključak, veze, vezu, povezanost
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tengsl, tenging, tengingu, tengingin
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ryšys, jungtis, ryšio, ryšį, ry¹ys
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saistība, savienošana, pievienošana, savienojums, pieslēgums
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
врска, поврзување, конекција, врската, поврзаност
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
conexiune, legătură, conexiune la, de conectare, conexiune de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spojení, zveza, povezava, povezave, priključek, povezavo, priključitev
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spojení, spojenie, súvislosť, prípojka, pripojenie, prípojka k, Pripojenie na
Στατιστικά δημοτικότητας: σύνδεση
Τυχαίες λέξεις