Λέξη: σχολιάζω
Σχετικές λέξεις: σχολιάζω
σχολιάζω συνώνυμα, σχολιάζω συνώνυμο, σχολιάζω στα αγγλικά
Συνώνυμα: σχολιάζω
στιλβώ, ομαλύνω, συζητώ, άδω, υποσημειώνω
Μεταφράσεις: σχολιάζω
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
annotate, comment, comment on, descant, gloss
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
observación, comentario, comentarios, comentar, cometario
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kommentar, klatsch, geschwätz, anmerkung, erläuterung, bemerken, bemerkung, vermerk, Kommentar, Kommentar hinzufügen, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
note, commentons, commérage, commentez, annotation, mention, annoter, commentent, commenter, fournir, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
commento, osservazione, commentare, nota, commenti, un commento, commento al
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
observação, comentário, comentar, comentários
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanmerking, praatje, commentaar, annoteren, opmerking, opmerking toe, mening, geplaatst
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
толки, истолкование, примечание, замечание, растолковывать, прокомментировать, делать, толковать, растолковать, толкование, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bemerkning, kommentar, kommentaren, kommentarer, til kommentar, kommetarer
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
yttrande, kommentar, anmärkning, kommentarer, kommenterar, kommentaren, kommentera
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muistutus, arvostelma, kommentti, kommentaari, kommenttia, kommenttini, kommentin, tai kommenttini
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bemærkning, kommentar, kommentarer, kommentaren, spørgsmål eller kommentar
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
poznámka, komentovat, vysvětlivka, výklad, kritizovat, glosa, poznámky, opatřit, komentář, komentáře, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
adnotować, komentarz, wypowiedź, zaopatrzyć, ustosunkować, skomentować, dołączać, uwaga, komentować, komentowanie, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megjegyzés, megjegyzést, kommentárt, hozzászólás, hozzászólást
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gevezelik, söz, dedikodu, yorum, açıklama, yorum Gönder, yorum ekle, comment
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розтлумачувати, тлумачення, коментар, анотувати, відмічати, анотуйте, відмітити, комментар
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
komentoj, koment, Komenti, Komenti i, Komento, Komentin
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
коментар, коментара, коментари, мнението си, мнението
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
каментар, каментарый
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kommenteerima, märge, annoteerima, kommentaar, kommentaari, või kommentaar, Küsimus või kommentaar, märkus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razjašnjenje, napomena, primijetiti, tumačiti, primjedba, komentar, comment, komentara, komentiraj, komentirati
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
athugasemd, við athugasemd, ummæli, athugasemdir
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
komentaras, pastaba, komentarą, komentuoti, comment
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piezīme, atsauksme, komentēt, komentāri, komentāru, komentārs
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
коментар, коментари, коментарот, коментираат, својот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
comentariu, bârfă, comentariul, un comentariu, comentarii, comment
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
komentar, comment, pripomba, pripombe, komentiraj
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
poznámka, komentár, komentárov, hosťa, komentáre
Τυχαίες λέξεις