Λέξη: συντομία
Σχετικές λέξεις: συντομία
εν συντομία
Συνώνυμα: συντομία
απότομη ομιλία, βραχύτητα, σαφήνεια, συντομογραφία, σύντμηση, συντόμευση, επίτμηση
Μεταφράσεις: συντομία
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
brevity, shortness, briefly, short, brief
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
brevedad, falta, dificultad, dificultad para, la falta
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kürze, Kürze, Kurzatmigkeit, Atemnot, Verkürzung, short
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
concision, laconisme, brièveté, petitesse, essoufflement, la brièveté, l'essoufflement
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
brevità, mancanza, respiro, corto, shortness
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
falta, brevidade, dificuldade, shortness, o shortness
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kortheid, kortademigheid, tekort, shortness, korte duur
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сжатость, лаконизм, краткость, затрудненное, одышка, затруднение, нехватка
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kortpustethet, shortness, puste, tung, besvær
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
shortness, korta, andnöd, andfåddhet, korthet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lyhyys, hengenahdistus, hengenahdistusta, shortness, lyhyyden
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
åndenød, korte, kortåndethed, åndenød i, korte varighed
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
krátkost, stručnost, zkrácený, dušnost, shortness, krácení
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
krótkość, krótkotrwałość, skrót, zwięzłość, treściwość, skrócenie, krótki, duszność, spłycenie
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kapkodó, rövidsége, légszomj, szapora, rövidségére
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kısalık, darlığı, kısalığı, darlığıdır, shortness
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
короткість, стислість, краткость, лаконічність, стислості
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shortness, shkurtësinë, gulçim, me zi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
задух, недостиг, затруднено, учестено, затруднение
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сцісласць, кароткасць, кароткасьць, сьцісласьць, краткость
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lühidus, napisõnalisus, hingeldus, õhupuudus, lühidust, lühiduse
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jezgrovitost, kratkoća, shortness, nedostatak, otežano, pomanjkanje
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mæði
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
brevitas
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trapumas, mažumas, dusulys, oro trūkumas, paviršutinis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
elpas, elpas trūkums, apgrūtināta, aizdusa
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
снемување, останување, скратен, краткоста, недостаток
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scurtime, scurtarea, dificultăți, dificultati, scurtare
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kratkost, oteženo, težko, kratka, kratko
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krátkosť, dni svojho
Τυχαίες λέξεις