Λέξη: συνταγματικός
Σχετικές λέξεις: συνταγματικός
συνταγματικός πατριωτισμός, συνταγματικός άξονας, συνταγματικός βερμπαλισμός, συνταγματικός πατριωτισμός χάμπερμας, συνταγματικός νόμος, συνταγματικός πλουραλισμός, συνταγματικός φιλελευθερισμός, συνταγματικός μιθριδατισμός, συνταγματικός λόγος και οικονομική κρίση, συνταγματικός και παραδειγματικός άξονας
Συνώνυμα: συνταγματικός
συντακτικός, συστατικός, ιδιοσυστατικός, περίπατος, σωματικός
Μεταφράσεις: συνταγματικός
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
constitutional, A Constitutional, regimental
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
constitucional, constitucionales, constitucional de, Constitución
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
integral, eingebaut, konstitutiv, spaziergang, gesetzmäßig, Verfassungs-, konstitutionell, verfassungsmäßig, Verfassungs
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
constitutionnel, constitutionnelle, Constitution, la Constitution, constitutionnelles
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
costituzionale, costituzionali, Costituzione, di diritto
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
constitucional, constitucionais, Constituição
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grondwettelijk, constitutioneel, constitutionele, grondwettelijke, rechtsstaat
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
конституциональный, кадет, конституционный, моцион, конституционная, конституционное, конституционного, конституционной
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
konstitusjonell, konstitusjonelle, konstitusjonelt, grunnlovs, forfatnings
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konstitutionell, konstitutionella, författnings, konstitutionellt, konstitutions
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rakenteellinen, luontainen, perustuslaillinen, perustuslain, perustuslaillisen, perustuslaillisia, Valtiosäännön asettamista
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forfatningsmæssige, forfatningsmæssig, konstitutionelle, konstitutionel, konstitutionelt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ústavní, konstituční, ústavního, ústavním, Ustavni
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ustrojowy, konstytucyjny, konstytucyjna, konstytucyjne, konstytucyjnego, konstytucyjną
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alkotmányos, az alkotmányos, alkotmányjogi, alkotmányossági, alkotmány
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
anayasal, anayasa, anayasal bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
конституційна, конституційний, конституційну
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kushtetor, kushtetuese, kushtetues, kushtetuese e, kushtetues i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
конституционния, конституционен, Конституционния, Конституционният, конституционна, конституционната
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
канстытуцыйная, канстытуцыйны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
loomupärane, konstitutsiooniline, üldfüüsiline, põhiseaduslik, põhiseadusliku, põhiseaduslike, põhiseadusest tulenevate
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ustavni, ustavna, ustavno, ustavne, ustavnu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stjórnarskrá, Stjórnskipuleg, stjórnlagadómstóll, stjórnarskrárbundið, stjórnskipan
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
konstitucinis, konstitucinė, konstitucinės, konstitucinę, konstitucinio
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
konstitucionāls, konstitucionālā, konstitucionālo, konstitucionālās, konstitucionālais
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
уставни, уставните, уставниот, уставна, уставното
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
constituțional, Constituțională, Constituționale, Constituțională a, constitutional
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ústavní, ustavna, ustavno, ustavni, ustavne, ustavnega
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ústavní, podstatný, ústavné, ústavný, ústavnej, ústavnú, ústavná
Τυχαίες λέξεις