Λέξη: συνέντευξη

Σχετικές λέξεις: συνέντευξη

συνέντευξη τύπου μίτσελ, συνέντευξη σταύρου θεοδωράκη, συνέντευξη ενώπιον της επιτροπής πολιτογράφησης, συνέντευξη νικήτα κλιντ για την αποχώρηση του από τους active member, συνέντευξη με έναν βρικόλακα, συνέντευξη βάθους, συνέντευξη για εργασία, συνέντευξη τσίπρα, συνέντευξη τύπου, συνέντευξη βενιζέλου

Συνώνυμα: συνέντευξη

ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, φίλος, φιλενάδα, συνάντηση, τόπος συνεντεύξεως, διορισμός, εντολή

Μεταφράσεις: συνέντευξη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
interview, conference, interviewed, an interview, interview with
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
entrevista, entrevista de, la entrevista, entrevistas, interview
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorstellungsgespräch, interview, Interview, Gespräch
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dialogue, conversation, enquête, interview, causerie, entrevue, interviewer, entretien, colloque, entrevues, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intervista, colloquio, abboccamento, un'intervista, dell'intervista, colloquio di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
entrevista, intervir, entrevistar, intermediar, entrevista de, entrevistas, de entrevista, entrevista por
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
interviewen, onderhoud, interview, gesprek, sollicitatiegesprek
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
интервью, встреча, проинтервьюировать, свидание, интервьюировать, собеседование, беседа, Опрос
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
intervju, samtale, intervjuet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
samtal, intervju, intervjun, intervjuer
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keskustelu, tapaaminen, haastattelu, neuvottelu, haastattelussa, haastattelun, haastatteluun, haastatteluni
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
interview, samtale, interviewet, samtalen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pohovor, výslech, rozhovor, schůzka, rozmluva, interview, rozhovoru, pohovoru
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przesłuchiwać, rozmowa, przesłuchanie, widzenie, wywiad, wypytywanie, wywiadu, wywiad z, wywiadzie
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
interjú, interjúban, interjút, készített interjút
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
görüşme, röportaj, mülakat, verilen mülakat, röportajı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
втручання, інтерв'ю, інтерв`ю
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
intervistë, Intervistë e, intervista, intervista e, Intervistë nga
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
интервю, интервю за, интервюто, събеседване
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інтэрв'ю, інтэрвію, інтэрв`ю, г.
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
intervjuu, vestlus, küsitlus, intervjuus, vestluse, intervjuud, vestlusele
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razgovor, intervju, intervjua, razgovora, intervjuu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
viðtal, viðtalið, viðtali, viðtalinu, viðtöl
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pokalbis, interviu, apklausa, pokalbio, pokalbį
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
intervija, tikšanās, interviju, intervijas, intervijā, Interview
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
интервју, интервјуто, интервју на, интервју за, разговор
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
interviu, interviul, interviu acordat, interviului, interviu de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
intervju, pogovor, razgovor, razgovora, intervjuju
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozhovor, interview, pohovor, výsluch, rozprava, rozhovore, rozhovorov, rozhovory

Στατιστικά δημοτικότητας: συνέντευξη

Τυχαίες λέξεις