Λέξη: συγκρότημα

Σχετικές λέξεις: συγκρότημα

συγκρότημα σπυριδούλα, συγκρότημα μπλε, συγκρότημα ουζιέλ, συγκρότημα vegas, συγκρότημα vips, συγκρότημα λαμπράκη, συγκρότημα τσαλαπάτα, συγκρότημα εξυπηρέτησης προσωπικού αεροπορίας, συγκρότημα τράπεζας κύπρου, συγκρότημα μέλισσες, ιμαμ μπαιλντι συγκρότημα, ιμαμ μπαιλντι

Συνώνυμα: συγκρότημα

ομάδα, όμιλος, συνομοταξία, σύμπλεγμα, ομάς, συστάδα, σμήνος, άθροισμα, σωρός, κόμπλεξ

Μεταφράσεις: συγκρότημα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
group, complex, cluster, assembly, band
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
grupo, agrupación, categoría, colectivo, complejo, compleja, complejo de, complejos, complejas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pulk, gruppe, gruppen, gruppierung, Komplex, komplexen, komplexe, komplexer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ensemble, groupement, groupe, peloton, dispositif, rassembler, troupe, combinaison, regroupement, grouper, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
crocchio, scaglione, gruppo, complesso, complessa, complessi, complesse, complesso di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
grupo, terras, turma, agrupar, complexo, complexa, complexo de, complexos, complexas
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
groep, groepering, complex, ingewikkeld, complexe, ingewikkelde, complexer
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дружина, группировка, группировать, классифицировать, ватага, общество, авиагруппа, класс, сгруппировать, группа, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flokk, gruppe, komplekse, kompleks, komplekst, komplekset
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grupp, komplex, komplexa, komplexet, komplicerad, komplext
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
joukko, ryhmitys, ryhmä, ryhmitellä, laatu, erä, joukkio, konsortio, monimutkainen, monimutkaisia, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gruppe, hold, gruppering, kompleks, komplekse, komplekset, komplekst, kompliceret
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kolektivní, seskupit, grupa, soubor, seskupovat, sestava, skupina, seskupení, komplexní, komplex, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zgrupować, pogrupować, koncern, dzielić, klasyfikować, zespół, grupka, peleton, grupa, gromada, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
összetett, komplex, bonyolult, komplexum, területen
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
grup, kompleks, karmaşık, kompleksi, karmaşık bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
згрупувати, група, угруповання, колектив, гурт, комплекс
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
grup, kompleks, komplekse, ndërlikuar, Kompleksi, e ndërlikuar
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
група, комплекс, сложен, сложна, комплексна
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
комплекс
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
grupp, kogunema, rühm, keeruline, kompleks, kompleksi, keerulise, keerukas
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grupe, grupa, družina, grupirati, skupina, kompleks, složen, kompleksu, kompleksu se, složena
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hópur, flókið, flókin, flóknari, flóknar, flókna
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
grupė, kompleksas, sudėtingas, sudėtinga, sudėtingos, sudėtingi
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grupa, grupējums, komplekss, sarežģīts, sarežģīta, sarežģīti, kompleksa
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
комплекс, комплексна, комплексен, комплексни, сложени
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
grup, formai, complex, complexe, complexă, areal, complexa
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skupina, grupa, kapela, kompleks, zapleten, kompleksu, kompleksen, kompleksna
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skupinový, grupa, kapela, skupina, komplexné, komplexný, komplexnú, komplexnej, komplexná

Στατιστικά δημοτικότητας: συγκρότημα

Τυχαίες λέξεις