Λέξη: στυγνός
Σχετικές λέξεις: στυγνός
στυγνός συνώνυμο, στυγνός ορθολογιστής, στυγνός ετυμολογία, στυγνός συνώνυμα, στυγνός λεξικο
Μεταφράσεις: στυγνός
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unfeeling, callous, brutal, ferocious, heinous
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
duro, insensible, brutal
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gefühlskalt, gefühllos, hart, brutal, brutalen, brutale, brutaler, brutalsten
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
calleux, ferme, coriace, insensible, dur, brutal, brutale, brutales, brutaux, brutalité
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
insensibile, brutale, brutali, efferato
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
calos, brutal, brutais, selvagem
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
brutaal, wreed, brutale, brute, wrede
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мозолистый, очерствелый, черствый, заскорузлый, идол, зачерствелый, бесчувственный, цинический, бессердечный, загрубелый, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hard, ufølsom, brutal, brutale, brutalt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brutala, brutal, brutalt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kova, kalsea, paatunut, känsäinen, tyly, brutaali, julma, raa'an, brutaalin, julman
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
brutal, brutale, brutalt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tvrdý, bezcitný, necitlivý, necitelný, brutální, brutálním, surový, brutal, brutálnější
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezduszny, nieczuły, twardy, brutalny, brutalne, brutalna, brutal, brutalnym
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
brutális, kegyetlen, durva, a brutális, brutálisan
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
katı, acımasız, vahşi, zalim, acımasız bir, brutal
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
затверділий, бездушний, мозолястий, нечулий, нечутливий, жорстокий, жорстока, жорстокого
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
brutal, brutale, vrazhdë, mizore, egër
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
брутален, брутална, брутално, бруталното, брутални
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жорсткі, люты, жорсткае
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kalk, paksenenud, südametu, tundetu, julm, jõhker, julma, jõhkra, brutaalse
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bešćutan, bezdušan, bezosjećajan, zadebljao, neosjetljiv, brutalan, brutalni, brutalna, surovi, brutalne
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grimmur, Brutal
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tylus, bejausmis, žiaurus, brutalus, žiauriai, brutali, žiaurūs
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
brutāls, brutāla, brutālo, brutāli, brutālā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
брутални, брутален, бруталното, бруталниот, брутална
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
brutal, brutală, brutale, brutala, de brutal
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
brutal, brutalno, brutalen, brutalna, brutalni
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bezcitný, brutálny, brutálne, brutálnej, brutálnu, brutálna
Τυχαίες λέξεις