Λέξη: σαπισμένος
Μεταφράσεις: σαπισμένος
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rotten
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
podrido, podrida, putrefacto, podridos, podridas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
scheußlich, widerlich, mies, verfault, morsch, faulig, faul, verdorben, faulen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
infect, putride, pourri, pourrie, pourris, pourries, pourriture
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fradicio, marcio, marcia, marci, di marcio, rotten
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
podre, rotten, podres, apodrecido, apodrecida
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verrot, bedorven, rot, rotte, verrotte
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поганый, гиблый, прогнивший, слабый, дрянной, отвратительный, гнилой, выветрившийся, плевый, испортившийся, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
elendig, råtten, råtne, råttent, slitsomt, rotten
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ruttna, ruttet, rutten, rotten, usel
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saastainen, mätä, pilaantunut, kehno, laho, surkea, paska, rotten, mätää, lahonneet
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rådne, råddent, rotten, rådden, skidt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zetlelý, zpuchřelý, prohnilý, ztrouchnivělý, trouchnivý, shnilý, zpráchnivělý, zkažený, shnilé, prohnilá
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cuchnący, parszywy, kiepski, zmurszały, podły, ropiejący, zgniły, zepsuty, przegniły, zbutwiały
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rothadt, rohadt, romlott, korhadt, rothadó
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çürümüş, çürük, kokuşmuş, çürümüş bir, berbat
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
огидний, гнилої, вивітрений, гнилий, гнилою, гнилій
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
prishur, i kalbur, kalbur, të kalbur, e kalbur, të brejtur nga krimbi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гнил, гнило, гнила, изгнило, изгнила
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гнілы, гнілой, гнілую, гнілое, за гнілую
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mädanenud, mäda, riknenud, firmamärki, roiskunud
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pokvareni, gnjio, truo, nizak, pokvaren, podao, trulo, trule
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fúinn, Rotten, rotinn, rotið
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
puter
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
supuvęs, niekingas, sugedęs, sutrūnijęs, papuvęs
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sapuvis, satrunējis, puvuši, sapuvušais, sapuvušas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скапани, расипано, гнила, гнило, скапано
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
putrezit, putred, groaznică, stricat, putrede
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gnilo, gnil, gnila, rotten, gnili
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skazený, pokazený, zkazený
Τυχαίες λέξεις