Λέξη: σαλιαρίζω

Συνώνυμα: σαλιαρίζω

μωρολογώ, τσιρίζω, εκπτύω, τραυλίζω, ομιλώ συγκεκχυμενώς

Μεταφράσεις: σαλιαρίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
slaver, drool, splutter, drivel, sputter, slop
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
babear, baba, drool, babas, saliva
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sabbere, sabbern, geifern, sklavenhändler, drool, Speichel, Sabber
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
saliver, salive, baver, bave, la bave, drool
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sbavare, bava, drool, saliva, bava che
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
baba, babar, drool, o drool, do Drool dos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kwijlen, kwijl, drool, kwijlt, laat me kwijlen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
работорговец, слюни, разнюниться, подлизываться, слюнявить, нести чепуху, слюна, пускают слюни
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sikle, sikkel, drool, sikling, nedhengende
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dregla, dreglar, drool, dropp, dregel
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuolata, drool, kuolaa, jääneestä kuolasta, kuolaamaan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
savle, dryp, savl, drool, dryp-
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
slina, slintat, slinit, cintat, sliny
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ślina, ślinić, naślinić, bzdurzyć, Drool
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyáladzik, nyál, badarság
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saçmalamak, drool, Salyası, ağzı sulanmak, salyası akmak
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підлизуватися, слинити, слинь, работоргівець, нести, нестиме, нестимуть
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pallavra, jargëzoj, jargë, entuziazmohem me tepri, dokrra
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лигавене, слюнка, лиги, лигавя се
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
несці, несьці
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
süljenire, ilastama, Kuolata
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sliniti, balaviti, pljuvačka, Drool
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
slefa
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Naślinić, Bzdurzyć, drool
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
Drool
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лига
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
drool, salivă, saliveaza
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sliniti, Drool
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
slintať, slintat, slintanie
Τυχαίες λέξεις